Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βράδυ

  • 1 soir

    βράδυ

    Dictionnaire Français-Grec > soir

  • 2 večer

    βράδυ

    Česká-řecký slovník > večer

  • 3 wieczór

    βράδυ

    Słownik polsko-grecki > wieczór

  • 4 вечером

    вечером το βράδυ сегодня \вечером απόψε, σήμερα το βράδυ·
    * * *
    το βράδυ

    сего́дня ве́чером — απόψε, σήμερα το βράδυ

    вчера́ ве́чером — χτες το βράδυ

    за́втра ве́чером — αύριο το βράδυ

    Русско-греческий словарь > вечером

  • 5 вчера

    1. вчера \вчера χτες τα βράδυ' завтра \вчера αύριο το βράδυ 2. вчера χτες, (ε)χθές, (ε)ψές; \вчера утром (вечером, днём) χτες το πρωί (το βράδυ, το μεσημέρι)
    * * *
    χτες, (ε)χθές, (ε)ψές

    вчера́ у́тром (ве́чером, днём) — χτες το πρωί (το βράδυ, το μεσημέρι)

    Русско-греческий словарь > вчера

  • 6 вечером

    вечером
    нареч τό βράδυ, τό ἐσπέρας:
    сегодня \вечером σήμερα τό βράδυ· поздно \вечером ἀργά τό βράδυ.

    Русско-новогреческий словарь > вечером

  • 7 вечер

    вечер м 1) βράδυ по \вечерам τα βράδια 2) (мероприятие ) η βραδιά танцевальный \вечер η χοροεσπερίδα ли тературный \вечер η φιλολογική βραδιά· у нас сегодня \вечер έχουμε βραδιά απόψε ◇ добрый \вечер! καλησπέρα! вечерний βραδινός, εσπερινός νυχτερινός \вечерее платье το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα \вечерие курсы η νυχτερινή σχολή \вечерие занятия τα νυχτερινά μαθήματα
    * * *
    м

    по ве́чера́м — τα βράδια

    2) ( мероприятие) η βραδιά

    танцева́льный ве́чер — η χοροεσπερίδα

    литерату́рный ве́чер — η φιλολογική βραδιά

    у нас сего́дня ве́чер — έχουμε βραδιά απόψε

    ••

    до́брый ве́чер! — καλησπέρα!

    Русско-греческий словарь > вечер

  • 8 до

    I до свидания! γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο! καλή αντά μωση (до встречи) II до 1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε до десяти часов утра μέχρι τις δέκα το πρωί от пяти до десяти часов вечера από τις πέντε με δέκα το βράδυ до сих пор ως τώρα (о времени), ως εδώ (о расстоянии)' до тридцати человек μέχρι τριάν τα άτομα дети до 16 лет τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών 2) (прежде, перед) πριν, προ до нашего прихода πριν να ρθούμε; до нашей эры προ Χριστού
    * * *
    1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε

    до десяти́ часо́в утра́ — μέχρι τις δέκα το πρωί

    от пяти́ до десяти́ часо́в ве́чера — από τις πέντε με δέκα το βράδυ

    до сих по́р — ως τώρα ( о времени), ως εδώ ( о расстоянии)

    до тридцати́ челове́к — μέχρι τριάντα άτομα

    де́ти до 16 лет — τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών

    2) (прежде, перед) πριν, προ

    до на́шего прихо́да — πριν να ρθούμε

    до на́шей э́ры — προ Χριστού

    Русско-греческий словарь > до

  • 9 завтра

    завтра αύριο \завтра утром (днём, вечером) αύριο το πρωί (το μεσημέρι, το βράδυ)
    * * *

    за́втра у́тром (днём, ве́чером) — αύριο το πρωί (το μεσημέρι, το βράδυ)

    Русско-греческий словарь > завтра

  • 10 к

    к (ко ) 1) (о направлении) σε, για προς иди ко мне! έλα σ'εμένα! подойдём к ним (ας) πάμε κοντά τους 2) (о времени) κατά, προς; приходите к пяти часам ελάτε κατά τις πέντε; κ вечеру κατά το βράδυ 3) (по отношению к) προς, για любовь к родине η αγάπη προς την πατρίδα
    * * *
    = ко
    1) ( о направлении) σε, για; προς

    иди́ ко мне! — έλα σ'εμένα!

    2) ( о времени) κατά, προς

    приходи́те к пяти́ часа́м — ελάτε κατά τις πέντε

    к ве́черу — κατά το βράδυ

    3) ( по отношению к) προς, για

    любо́вь к ро́дине — η αγάπη προς την πατρίδα

    Русско-греческий словарь > к

  • 11 накануне

    накануне την παραμονή, στις παραμονές* \накануне утром (вечером) την παραμονή το πρωί ( το βράδυ)
    * * *
    την παραμονή, στις παραμονές

    накану́не у́тром (ве́чером) — την παραμονή το πρωί (το βράδυ)

    Русско-греческий словарь > накануне

  • 12 под

    под (подо ) 1) (ниже) κάτω από· \под столом κάτω από το τραπέζι 2) (вблизи) πλησίον κοντά σε· \под Москвой κοντά στη Μόσχα 3) (о времени) προς, κατά· \под вечер κατά το Βράδυ- \под конец στο τέλος·◇ \под мрамор σε μάρμαρο* \под аккомпанемент гитары με τη συνοδεία κιθάρας· \под влиянием κάτω από την επιρροή (или επίδραση)
    * * *
    1) ( ниже) κάτω από

    под столо́м — κάτω από το τραπέζι

    2) ( вблизи) πλησίον κοντά σε

    под Москво́й — κοντά στη Μόσχα

    3) ( о времени) προς, κατά

    под ве́чер — κατά το βράδυ

    под коне́ц — στο τέλος

    ••

    под мра́мор — σε μάρμαρο

    под аккомпанеме́нт гита́ры — με τη συνοδεία κιθάρας

    под влия́нием — κάτω από την επιρροή ( или επίδραση)

    Русско-греческий словарь > под

  • 13 поздно

    поздно αργά· уже \поздно είναι πια αργά· \поздно вечером αργά το βράδυ
    * * *

    уже́ по́здно — είναι πια αργά

    по́здно ве́чером — αργά το βράδυ

    Русско-греческий словарь > поздно

  • 14 самый

    самый 1. (в знач. именно) αυτός, ο ίδιος· с \самыйого утра από πρωί πρωί* в \самыйом начале από την αρχή; до \самыйого вечера ως το βράδυ· до \самыйого дома μέχρι το σπίτι" в то \самыйое время την ίδια ώρα 2. (при образовании превосх. ст.) πιο* \самый сильный о πιο δυνατός; \самыйое главное το κυριότερο ◇ в \самыйом деле αλήθεια, πραγματικά
    * * *
    1. в знач. именно
    αυτός, ο ίδιος

    с са́мого утра́ — από πρωί πρωί

    в са́мом нача́ле — από την αρχή

    до са́мого ве́чера — ως το βράδυ

    до са́мого до́ма — μέχρι το σπίτι

    в то са́мое вре́мя — την ίδια ώρα

    2. при образовании превосх. ст.

    са́мый си́льный — ο πιο δυνατός

    са́мое гла́вное — το κυριότερο

    ••

    в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά

    Русско-греческий словарь > самый

  • 15 сегодня

    сегодня σήμερα; \сегодня утром (днём) σήμερα το πρωί (το μεσημέρι); \сегодня вечером σήμερα το βράδυ, απόψε
    * * *

    сего́дня у́тром (днём) — σήμερα το πρωί (το μεσημέρι)

    сего́дня ве́чером — σήμερα το βράδυ, απόψε

    Русско-греческий словарь > сегодня

  • 16 час

    час м η ώρα; два \часа δυο ώρες; полтора \часа μιάμιση ώρα; через \час ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα; который \час? τι ώρα είναι; в \час дня στη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα; в двенадцать \часов дня στις δώδεκα η ώρα; в восемь \часов вечера (утра) στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)· за \час до... μια ώρα πριν...
    * * *
    м
    η ώρα

    два часа́ — δυο ώρες

    полтора́ часа́ — μιάμιση ώρα

    че́рез час — ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα

    кото́рый час? — τι ώρα είναι

    в час дняστη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα

    в двена́дцать часо́в дня — στις δώδεκα η ώρα

    в во́семь часо́в ве́чера (утра́) — στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)

    за час до... — μια ώρα πριν…

    Русско-греческий словарь > час

  • 17 заря

    -и, πλθ. зори, зорь, зарям κ. зорям, θ.
    1. αυγή, χαραυγή, όρθρος, διαύγασμα•

    вечерняя заря λυκόφως•

    утренняя заря λυκαυγές•

    румяная заря ροδοχάραμα, ροδοδάκτυλη αυγή•

    загорелась заря ρόδισε η αυγή.

    || (για χρόνο)•

    в -е ή с -ею την αυγή, με το φέξιμο•

    заря занимается ξημερώνει, φέγγει.

    2. μτφ. αρχή, απαρχή•

    заря счастья αυγή της ευτυχίας•

    на -е новой жизни στην αυγή (ή στο κατώφλι) της καινούριας ζωής.

    3. (στρατ.) αιτ. зорю σάλπισμα εγερτηρίου ή σιωπητηρίου•

    бить ή играть зорю χτυπώ (σημαίνω) εγερτήρια ή σιωπητήριο.

    εκφρ.
    от -и до -и – α) από την αυγή ως το βράδυ (ολημερίς), β) από το βραδύ ως το πρωί (ολονυχτίς).

    Большой русско-греческий словарь > заря

  • 18 вечер

    вечер
    м
    1. τό βράδυ, τό ἐσπέρας, ἡ ἐσπέρα, τό δείλι:
    добрый \вечер! καλησπέρα!· под вечер τό δειλινό, κατά τό σούρουπό с \вечера ἀποβραδίς, ἀποσπερίς· по \вечерам τά βράδυα·
    2. (собрание) ἡ βραδιά, ἡ ἐσπερίδα [-ίς]:
    литературный (музыкальный) \вечер ἡ φιλολογική (ή μουσική) βραδιά· танцевальный \вечер ἡ χοροεσπερίδα· \вечер памяти кого́-л. βραδιά ἀφιερωμένη στή μνήμη κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > вечер

  • 19 вплоть

    вплоть
    (до) нареч ὠς, ἕως τό, μέχρι, ἴσαμε:
    \вплоть до вечера... ὡς τό βράδυ...

    Русско-новогреческий словарь > вплоть

  • 20 вчера

    вчера
    нареч χθες, ἐχθές, χτές:
    \вчера вечером ψές τό βράδυ, χθές τό ἐσπέρας· \вчера днем χθές τό ἀπόγευμα.

    Русско-новогреческий словарь > вчера

См. также в других словарях:

  • βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα …   Dictionary of Greek

  • βράδυ — το 1. η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τη νύχτα: Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. 2. το σκοτάδι της νύχτας: Μας έπιασε το βράδυ κι ακόμη δεν τελειώσαμε τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδύ — βραδύς slow masc voc sg βραδύς slow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνηι — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνῃ — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράδυν' — βράδῡνε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd sg βράδῡναι , βραδύνω make slow aor imperat mid 2nd sg βράδῡνα , βραδύνω make slow aor ind act 1st sg (homeric ionic) βράδῡνε , βραδύνω make slow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράδῡνε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνετε — βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow aor subj act 2nd pl (epic) βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres ind act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνει — βραδύ̱νει , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg (epic) βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνομεν — βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow aor subj act 1st pl (epic) βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow pres ind act 1st pl βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»