Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πιο

  • 1 учащённый

    πιο συχνός, πιο ταχύς. - пульс η ταχυπαλμία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учащённый

  • 2 daha

    πιο, ακόμα, πλέον

    Türkçe-Yunanca Sözlük > daha

  • 3 гораздо

    гораздо πολύ πιο \гораздо боль ший πολύ πιο μεγάλος \гораздо больше πολύ περισσότερα \гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα \гораздо меньше πολύ (πιο) λιγότε ρα \гораздо хуже πολύ (πιο) χει ρότερα
    * * *

    гора́здо бо́льший — πολύ πιο μεγάλος

    гора́здо бо́льше — πολύ περισσότερα

    гора́здо лу́чше — πολύ (πιο) καλύτερα

    гора́здо ме́ньше — πολύ (πιο) λιγότερα

    гора́здо ху́же — πολύ (πιο) χειρότερα

    Русско-греческий словарь > гораздо

  • 4 ближе

    ближе 1. (сравн. ст. от близкий) πιο κοντινός 2. (сравн, cm. от близко) πιο κοντά, πιο πλησίον, πιο σιμά
    * * *
    1. сравн. ст. от близкий 2. сравн. ст. от близко
    πιο κοντά, πιο πλησίον, πιο σιμά

    Русско-греческий словарь > ближе

  • 5 более

    более 1) (больше) περισσότερο, πλέον, πιο· \более чем когда-л. περισσότερο από κάθε φορά· \более или менее λίγο πολύ· всё \более и \более όλο και πιο πολύ 2), (сравн. ст. от много) πιο· \более спокойный πιο ήρεμος ◇ \более того επιπλέον, εξάλλου; тем \более άλλωστε
    * * *
    1) ( больше) περισσότερο, πλέον, πιο

    бо́лее чем когда́-л. — περισσότερο από κάθε φορά

    бо́лее и́ли ме́нее — λίγο πολύ

    всё бо́лее и бо́лее — όλο και πιο πολύ

    2) (сравн. ст. от много) πιο

    бо́лее споко́йный — πιο ήρεμος

    ••

    бо́лее того́ — επιπλέον, εξάλλου

    тем бо́лее — άλλωστε

    Русско-греческий словарь > более

  • 6 наиболее

    επίρ.
    1. πιο, πιο πολύ, περισσότερο•

    вы должны наиболее заботиться об этом деле εσείς πρέπει πιο πολύ να φροντίσετε γι αυτήν την υπόθεση.

    2. σε συνδυασμό με επίθετα και επιρρήματα σχηματίζει υπερθετικό βαθμό: ο πιό•

    наиболее внимательный ученик ο πιό προσεκτικός μαθητής ή ο προσεκτικότερος μαθητής.

    Большой русско-греческий словарь > наиболее

  • 7 выше

    выше 1. (сравн. ст. от высокий) ψηλότερος, πιο ψηλός 2. нареч. 1) (сверх) ψηλότερα, πιο ψηλά 2) (более) πάνω από, παραπάνω
    * * *
    1. сравн. ст. от высокий
    ψηλότερος, πιο ψηλός
    2. нареч.
    1) ( сверх) ψηλότερα, πιο ψηλά
    2) ( более) πάνω από, παραπάνω

    Русско-греческий словарь > выше

  • 8 наименее

    наименее το πιο λιγότερο' \наименее удачный о πιο ανεπιτυχής
    * * *
    το πιο λιγότερο

    наиме́нее уда́чный — ο πιο ανεπιτυχής

    Русско-греческий словарь > наименее

  • 9 намного

    намного πολύ πιο, κατά πολύ' \намного сильнее πολύ πιο δυνατά
    * * *
    πολύ πιο, κατά πολύ

    намно́го сильне́е — πολύ πιο δυνατά

    Русско-греческий словарь > намного

  • 10 самый

    самый 1. (в знач. именно) αυτός, ο ίδιος· с \самыйого утра από πρωί πρωί* в \самыйом начале από την αρχή; до \самыйого вечера ως το βράδυ· до \самыйого дома μέχρι το σπίτι" в то \самыйое время την ίδια ώρα 2. (при образовании превосх. ст.) πιο* \самый сильный о πιο δυνατός; \самыйое главное το κυριότερο ◇ в \самыйом деле αλήθεια, πραγματικά
    * * *
    1. в знач. именно
    αυτός, ο ίδιος

    с са́мого утра́ — από πρωί πρωί

    в са́мом нача́ле — από την αρχή

    до са́мого ве́чера — ως το βράδυ

    до са́мого до́ма — μέχρι το σπίτι

    в то са́мое вре́мя — την ίδια ώρα

    2. при образовании превосх. ст.

    са́мый си́льный — ο πιο δυνατός

    са́мое гла́вное — το κυριότερο

    ••

    в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά

    Русско-греческий словарь > самый

  • 11 наиболее

    наиболее
    нареч πιό, πλέον, πρό πάντων, πιό πολύ:
    \наиболее удобный ὁ πιό κατάλληλος, ὁ πλέον πρόσφορος, ὁ πιό βολικός.

    Русско-новогреческий словарь > наиболее

  • 12 гораздо

    επίρ.
    (μόνο για σύγκριση)• πιο πολύ, πολύ πιο, ασύγκριτα•

    гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα•

    гораздо хуже πολύ (πιό) χειρότερα•

    больному гораздо лучше ο άρρωστος είναι πολύ καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > гораздо

  • 13 меньше

    меньше
    1. (сравнит, ст. от маленький, малый) μικρότερος, (ό)λιγώτερος, πιό λίγος:
    \меньше всех ὁ μικρότερος ἀπ' ὅλους·
    2. (сравнит, ст. от мало) (ό)λιγώ-τερο, πιό λίγο:
    \меньше всего́ τό ὀλιγώτερο, τό πιό λίγο ἀπ' ὀλα не больше не \меньше οὐτε παραπάνω ὁὔτε παρακάτω· как можно \меньше ὅσο τό δυνατόν λιγώτερο.

    Русско-новогреческий словарь > меньше

  • 14 самый

    са́м||ый
    мест.
    1. (в смысле «именно), <исак раз») αὐτός ὁ ἰδιος, ὁ ἰδιος, αὐτός ούτος:
    тот же \самый αὐτός ὁ ἰδιος· это то же \самыйое εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, τό ίδιο· с \самыйого начала ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· около \самыйого дома δίπλα ἀκριβώς στό σπίτι·
    2. (в смысле «сам по себе») αὐτός καθ' ἐαυτός:
    \самый факт появления этой книги меня удивил τό γεγονός καί μόνο τής ἐκδοσης αὐτοδ τοδ βιβλίου μέ ἐξέ· πληξε·
    3. (для образования превосх. ст.) ὁ πιό, ὁ πλέον:
    \самый высокий ὁ πιό (^ψηλός· это \самый холодный день εἶναι ἡ πιό κρύα μέρα· ◊ в \самый раз разг ἀκριβως· в \самыйом деле, на \самыйом деле πραγματι-κά [-ῶς], τῶ δντι, στήν πραγματικότητα· в \самыйом деле? ἀλήθεια;

    Русско-новогреческий словарь > самый

  • 15 более

    1. βλ. больше.
    2. πιο, περισσότερο•

    -спокойный πιο -ήσυχος•

    более смелый πιο τολμηρός.

    εκφρ.
    более или менее – περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ•
    не более (и) не менее, как... ή ни более (и) ни менее как... – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς -έστατα•
    более того – εκτός απ’ αυτό, εκτόί τούτου•
    тем более – ακόμα περισσότερο•
    более чем – περισσότερο απ’ ότι.

    Большой русско-греческий словарь > более

  • 16 вернее

    συγκρ. β. του επ. верный και του επίρ. верно
    μάλλον, περισσότερο, πιο, έτι δε•

    вернее всего το πιθανότερο.

    || για την ακρίβεια, πιο σωστά•

    вернее сказать για να είμαι πιο ακριβής.

    Большой русско-греческий словарь > вернее

  • 17 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 18 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 19 молодить

    -ложу, -лодишь
    ρ.δ.μ. παρουσιάζω, φέρνω, κάνω πιο νέο•

    эта шляпа вас -ит αυτό το καπέλο σας φέρνει πιο νέο.

    προσπαθώ να φαίνομαι πιο νέος, επιτηδεύομαι τον νέον, νεάζω.

    Большой русско-греческий словарь > молодить

  • 20 подтянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, σφίγγω πιο γερά, ακόμα. || βιδώνω πιο σφιχτά. || σηκώνω, ανεβάζω, ανυψώνω.
    2. σύρω, σέρνω, τραβώ, φέρω κοντά•

    подтянуть лодку к берегу τραβώ τη βάρκα κοντά στην ακτή.

    3. σύρω, τραβώ αποκάτω•

    сани под навс σύρω το έλκυθρο στο υπόστεγο.

    4. (στρατ.) συγκεντρώνω, συναθροίζω•

    подтянуть полк к переправе συγκεντρώνω το σύνταγμα κοντά στο πορθμείο.

    5. μτφ. προωθώ, βοηθώ• ανεβάζω, καλυτερεύω•

    подтянуть отсталых βοηθώ τους καθυστερημένους•

    подтянуть дисциплину ανεβάζω (καλυτερεύω) την πειθαρχία.

    6. βλ. подпеть.
    7. (απρόσ.) αδυνατίζω, ισχναίνω. || μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, συστέλλομαι (για κοιλιά, πλευρά κ.τ.τ.).
    1. σφίγγομαι πιο γερά.
    2. τεντώνομαι.
    3. (στρατ.) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον. || (για σκάφος) πλησιάζω.
    4. μτφ. ανεβαίνω, καλυτερεύω. || εξισώνομαι, φτάνω τους πρωτοπόρους. || μτφ. υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι, επαίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подтянуть

См. также в других словарях:

  • πιο — και πλιο και μπλιο, Ν (ποσοτ. επίρρ.) 1. (γενικά) πλέον, περισσότερο 2. (ειδικά) (χωρίς αρθρ.) χρησιμοποιείται κυρίως για τον σχηματισμό τού συγκριτικού βαθμού τών επιθέτων και τών επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. πιο ωραίος ωραιότερος, πιο ψηλά ψηλότερα,… …   Dictionary of Greek

  • πιο — I πια και πλιά επίρρ. χρον., πλέον, κιόλας, ήδη. II επίρρ. ποσ., περισσότερο, πλέον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπαρόχα Νέσι, Πίο — (Pio Baroja Nessi, Σαν Σεμπαστιάν 1872 – Μαδρίτη 1956). Ισπανός συγγραφέας, βασκικής καταγωγής. Προσωπικότητα επαναστατική, νέος ακόμα προέβαλε έντονες διαμαρτυρίες κατά του συμβατισμού και του ψεύδους που αισθανόταν να τον περιβάλλουν. Για την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»