-
1 βοτρυδόν
βοτρῡδόν, βοτρυδόνlike a bunch of grapes: indeclform (adverb) -
2 βοτρυδον
adv. в виде гроздьев(μέλισσαι β. πέτονται Hom.; τίκτει ὅ πολύπους ᾠὰ β. Arst.; ἑσμοῦ δίκην Luc.)
См. также в других словарях:
βοτρυδόν — βοτρῡδόν , βοτρυδόν like a bunch of grapes indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)