-
1 север
-
2 северный
-
3 север
-а α.ο βοριάς•стрелка компаса указывает на север ο δείκτης της πυξίδας δείχνει στο βοριά•
к -у Москвы βόρεια της Μόσχας•
народы -а οι βόρειοι λαοί.
εκφρ.крайний север – ο άκρος Βοριάς, η Αρκτική. -
4 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
5 норд
1. (направление) βόρρεια 2. (ветер) ο Βορράςο Βοριάςη Τραμουντάνα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > норд
-
6 ветер
ветерм ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον. -
7 север
северм ὁ βοριάς, ὁ βορράς. -
8 северный
север||ныйПрил. βόρειος, βορεινός:\северныйный ветер ὁ βόρειος ἄνεμος, ἡ τραμουντάνα, ὁ βοριάς· \северныйный полюс ὁ βόρειος πόλος· \северныйное сийние τό βόρειον σέλας. -
9 аквилон
-а α.παλ. φιλγ. ο βοριάς (άνεμος). -
10 бора
-ы, κ. бора, -ы θ.ο βοριάς (άνεμος),. -
11 задувать
-
12 норд
-а α.βοριάς (σημείο του ορίζοντα ή βόρειος άνεμος). -
13 нордовый
επ.βόρειος•нордовый ветер βόρειος άνεμος, βοριάς, τραμουντάνα.
-
14 полночь
полночи κ. полуночи κ. παλ. полуночь-и θ.1. μεσονύκτιο, τα μεσάνυχτα.2. παλ. ο βοριάς.εκφρ.за - – μετά τα μεσάνυχτα. -
15 принести
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.1. φέρω, προσκομίζω•он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•
принести дров φέρω καυσόξυλα.
|| μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.
|| φέρω•принести счастье φέρω ευτυχία•
принести страдания φέρω βάσανα.
|| παρασύρω•ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.
2. (για ζώα)• γεννώ•кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.
|| δίνω, παράγω, καρποφορώ•деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.
3. αποδίδω•4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•клятву ορκίζομαι•
принести в дар δωρίζω•
принести жалобу παραπονούμαι•
принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.
έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;
|| διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.). -
16 северный
επ.βορινός, βόρειος•северный ветер βόρειος άνεμος, ο βοριάς•
северный народ βόρειος λαός•
северный полюс βόρειος πόλος•
-ое направление βόρεια κατεύθυνση.• -ая Греция η βόρεια Βλλάδα.
εκφρ.- ая пальмира – παλ. η Πετρούπολη•северный полюс машита – ο θετικός πόλος του μαγνήτη. -
17 сивер
κ. сиверко α. (διαλκ.) βόρειος άνεμος, ο βοριάς. -
18 сиверкий
επ. (διαλκ.) ο βοριάς (άνεμος) ή κρύος καιρός.
См. также в других словарях:
βοριάς — ο 1. άνεμος που φυσάει από το βορρά, τραμουντάνα: Το χειμώνα ο βοριάς είναι παγωμένος. 2. ο βορράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοριάς — I (17ος αι.). Ιερέας από την Κρήτη, που αναφέρεται συχνά σε δημοτικά τραγούδια του νησιού. Ζούσε στο Ρέθυμνο στα χρόνια της άλωσής του από τους Τούρκους. Οι τρεις του κόρες απήχθησαν από τον Χουσεΐν πασά και στάλθηκαν σε χαρέμια. «Την μια επήρε ο … Dictionary of Greek
Παπα-Βοριάς — Ιερέας στην πόλη Ρέθυμνο της Κρήτης, ευρισκόμενος εκεί στην άλωσή της από τους Τούρκους (Νοέμβριος 1645). Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και οι τρεις κόρες του. Μια από αυτές, ονομαστή στο Ρέθυμνο για τα κάλλη της, δόθηκε ως δώρο στον σουλτάνο Μεχμέτ … Dictionary of Greek
βορίζω — [βοριάς] 1. φρ. «ο καιρός βορίζει» αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος 2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο … Dictionary of Greek
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
τραμουντάνα — η, Ν 1. ο βορράς 2. βόρειος άνεμος, βοριάς («φύσηξε βοριάς, φύσηξε τραμουντάνα», δημ. τραγούδι) 3. φρ. «άστρο τής τραμουντάνας» ο πολικός αστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tramontana «αέρας που φυσά από τα βουνά τού Βοριά» < λατ. transmontanus… … Dictionary of Greek
τραμουντάνα — η (λ. ιταλ.) 1. ο βοριάς ως σημείο του ορίζοντα: Άστρο της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας. 2. βοριάς, βόρειος άνεμος: Φυσάει τραμουντάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
пурясь — северовосточный ветер , дунайск. (Даль). Через тур. роrjаz, роjrаz северный ветер из нов. греч. βοριᾶς, греч. βορέας сев. ветер (Г. Майер, Türk. Stud. 1, 83) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Zaharias Karounis — Zaharías Karoúnis Zaharías Karoúnis (en grec : Ζαχαρίας Καρούνης), né le 2 novembre 1980 à Pakia en Laconie, province du Péloponnèse du sud est de la Grèce, est un chanteur grec. Il a étudié à la faculté de théologie de l’université… … Wikipédia en Français
Zaharías Karoúnis — (en grec : Ζαχαρίας Καρούνης), né le 2 novembre 1980 à Pakia en Laconie, province du Péloponnèse du sud est de la Grèce, est un chanteur grec. Il a étudié à la faculté de théologie de l’université d’Athènes et prépare un doctorat de… … Wikipédia en Français
-άδες — (I) κατάλ. πληθ. αρσεν. ουσ. σε ας και ης, π.χ. παπάς παπ άδες, ψάλτης ψαλτ άδες, φαγάς φαγ άδες, μαθητής μαθητ άδες κ.ά. Η κατάλ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε αντί τής κατάλ. ες σε ονόματα που τελείωναν σε ας, αργότερα δε επεκτάθηκε και στα λήγοντα σε … Dictionary of Greek