-
1 βηματισμός
ο1) ходьба, хождение, шагание; маршировка;βηματισμός βάδην — ходьба, шаг;
βηματισμός τροχάδην — рысь;
βηματισμός καλπασμός — галоп;
κάνω βηματισμό — маршировать;
2) аллюр -
2 βηματισμός
[виматизмос] ουσ α шагание, ходьба маршировка. -
3 ζωηρός
η, ό [α, όν ]1) живой, подвижной, резвый; проворный;ζωηρό παιδάκι (πνεύμα) — живой ребёнок (ум);
2) (слишком) живой, шаловливый (о ребёнке);3) жизнерадостный; оживлённый, активный, энергичный;ζωηρή συζήτηση — оживлённое обсуждение, оживлённая беседа;
ζωηρή κίνηση — оживлённое движение (на улицах);
ζωηρή εμπορική κίνηση — оживлённая торговля;
4) живой, яркий, сильный; выразительный;ζωηρά χρώματα — живые, яркие краски;
ζωηρά μάτια — живые, выразительные глаза;
ζωηρή ανάμνηση (φαντασία) — живое воспоминание (воображение);
ζωηρό ενδιαφέρον — живой интерес;
-о μίσος глубокая ненависть;5) быстрый, энергичный (о походке);ζωηρός βηματισμός — твёрдый шаг;
6) живой, игривый, кокетливый;η κοπέλλα αυτή είναι πολύ ζωηρή — а) эта девушка очень живая, кокетливая; — б) девица лёгкого поведения
См. также в других словарях:
βηματισμός — ο (Μ βηματισμός) [βηματίζω] βήμα, βάδισμα νεοελλ. 1. τρόπος βαδίσματος 2. ήχος βημάτων μσν. μέτρηση απόστασης με βήματα … Dictionary of Greek
βηματισμός — ο 1. τοβάδισμα. 2. τρόπος βαδίσματος: Στις παρελάσεις σχεδόν σε όλο τον κόσμο ακολουθείται συγκεκριμένος βηματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαγιοτροχασμός — ο, Ν (για άλογο) γρήγορος βηματισμός που εκτελείται σε δύο χρόνους και κατά τον οποίο το άλογο σηκώνει εναλλάξ τα σύστοιχα πόδια, δηλ. το πρόσθιο και το οπίσθιο, ενώ ταυτόχρονα πατάει τα άλλα δύο πόδια του στο έδαφος, ο πλαγιοδιποδισμός, κν.… … Dictionary of Greek
τροχασμός — ο, ΝΜΑ [τροχάζω] νεοελλ. ταχύς βηματισμός αλόγου και, ειδικότερα, βηματισμός πιο γρήγορος από το βάδην και πιο αργός από τον καλπασμό, κν. τροκ. || (μσν. αρχ.) (κατά τον Ησύχ.) δρόμος ταχύτητας … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
Πολωνέζος — ο, θηλ. Πολωνέζα, Ν 1. ο κάτοικος τής Πολωνίας 2. (το θηλ. ως προσηγορ.) η πολωνέζα μουσ. είδος εθνικού πολωνικού χορού καθώς και η μουσική του, πιθανότητα θριαμβευτικός χορός τών πολεμιστών, κάποτε, που υιοθετήθηκε από την πολωνική αριστοκρατία… … Dictionary of Greek
βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ … Dictionary of Greek
γκαλόπ — το 1. ο καλπασμός* 2. γρήγορος βηματισμός διαφόρων ευρωπαϊκών χορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. galop] … Dictionary of Greek
διποδισμός — ο (AM διποδισμός) νεοελλ. ο φυσικός βηματισμός τού αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και στήριξη τών διαγώνιων ποδιών του αρχ. είδος χορού, διποδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ποδισμός] … Dictionary of Greek
ζάλο — το (Μ ζάλο και ζάλον) 1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή 2. πήδημα 3. φρ. α) «στέκω σ ένα ζάλο» μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη β) «παίρνω τα ζάλα» προχωρώ γ) «ζάλο και ζάλο» βήμα βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού… … Dictionary of Greek
περπατησιά — η, Ν ο χαρακτηριστικός τρόπος που περπατάει κάποιος, το βάδισμά του, ο βηματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περπάτησ α, αόρ. τού περπατώ + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek