Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ζωηρός

  • 1 ζωηρός

    η, ό [α, όν ]
    1) живой, подвижной, резвый; проворный;

    ζωηρό παιδάκι (πνεύμα) — живой ребёнок (ум);

    2) (слишком) живой, шаловливый (о ребёнке);
    3) жизнерадостный; оживлённый, активный, энергичный;

    ζωηρή συζήτηση — оживлённое обсуждение, оживлённая беседа;

    ζωηρή κίνηση — оживлённое движение (на улицах);

    ζωηρή εμπορική κίνηση — оживлённая торговля;

    4) живой, яркий, сильный; выразительный;

    ζωηρά χρώματα — живые, яркие краски;

    ζωηρά μάτια — живые, выразительные глаза;

    ζωηρή ανάμνηση (φαντασία) — живое воспоминание (воображение);

    ζωηρό ενδιαφέρον — живой интерес;

    -о μίσος глубокая ненависть;
    5) быстрый, энергичный (о походке);

    ζωηρός βηματισμός — твёрдый шаг;

    6) живой, игривый, кокетливый;

    η κοπέλλα αυτή είναι πολύ ζωηρή — а) эта девушка очень живая, кокетливая; — б) девица лёгкого поведения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζωηρός

  • 2 ζωηρός

    [зоирос] επ живой, жизнерадостный.

    Эллино-русский словарь > ζωηρός

  • 3 χρωμάτισμα

    το, χρωμάτισμός ο
    1) окрашивание, окраска; раскрашивание; расцвечивание; 2) окраска, цвет; расцветка;

    ζωηρός χρωμάτισμός — яркая расцветка;

    3) перен. краски, выразительность, красочность;
    4) перен. окраска; оттенок (ток. муз.);

    χρωμάτισμός τού λόγου — стилистическая окраска слова;

    5) жив. колорит;
    6):

    ο χρωμάτισμός — хроматизм

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρωμάτισμα

См. также в других словарях:

  • ζωηρός — living masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος ζωή, δραστήριος: Ζωηρός άνθρωπος. 2. έντονος: Ζωηρό χρώμα. – Ζωηρή συζήτηση. 3. άτακτος: Ο μαθητής αυτός είναι πολύ ζωηρός μέσα στην τάξη. 4. ερωτιάρης: Η κόρη του γείτονα είναι λίγο ζωηρή. – Ζωηρός γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωηρός — ή, ό (AM ζωηρός, ά, όν) 1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος 3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Ζωηρός, Αλέξανδρος — (Βηρυτός 1842 – Κωνσταντινούπολη 1917). Γιατρός και λόγιος. Παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπούδασε ιατρική στην Πίζα και στο Παρίσι. Υπήρξε ιδιαίτερος γιατρός των ανακτόρων στην… …   Dictionary of Greek

  • ζωηρά — ζωηρός living neut nom/voc/acc pl ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc/acc dual ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωηρότερον — ζωηρός living adverbial comp ζωηρός living masc acc comp sg ζωηρός living neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωηρόν — ζωηρός living masc acc sg ζωηρός living neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωηροῦ — ζωηρός living masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωηρεύω — 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία») 2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία 3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση)… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»