-
1 βασικό(ν)
το основное, главное -
2 βασικό(ν)
το основное, главное -
3 βασικός
η, ό[ν]1) главный, основной;βασικό γνώρισμα — или βασική ένδειξη — основной признак;
βασικός μισθός — основной оклад;
βασικοί κλάδοι της βιομηχανίας — ведущие отрасли промышленности;
βασικά μέσα — основные средства;
βασικά χρώματα физ. — основные цвета;
2) хим. основной;βασικά άλατα — основное соли
-
4 καθήκον
(-οντος) τό1) задача;βασικό καθήκον — основная задача;
2) долг, обязанность;πλ. обязанности (служебные);συναίσθηση τού καθήκοντος — чувство долга;
άνθρωπος τού καθήκοντος — человек долга;
αναλαμβάνω καθήκοντα — брать на себя обязанности; — приступать к исполнению обязанностей; — вступать в должность;
απαλλάσσομαι των καθηκόντων μου — освобождаться от занимаемой должности;
υπερβαίνω τα καθήκοντα μου превышать свою власть;θεωρώ καθήκον μου — считать своим долгом, своей обязанностью;
επιβάλλω ως καθήκον — вменять что-л, в обязанность
См. также в других словарях:
διωστήρας — Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
σερπεντινίτης — Βασικό πέτρωμα της ομάδας των περιδοτιτών, των οποίων όλα σχεδόν τα ορυκτά (ολιβίνης, πυρόξενοι, συχνά και οι αμφίβολοι) έχουν υποστεί σερπεντινίωση και μετασχηματίστηκαν σε σερπεντίνη. Άλλο χαρακτηριστικό ορυκτό των σ. είναι ο μαγνητίτης, που… … Dictionary of Greek
γουανίνη — Βασικό συστατικό των νουκλεϊνικών οξέων, του τύπου C5H5N5O. Μαζί με την αδενίνη αποτελούν φυσικά παράγωγα των πουρινών (η χημική της ονομασία είναι 2 αμινο 6 υδροξυπουρίνη). Απαντά σε δύο ταυτομερείς μορφές. Είναι λευκοκίτρινη άμορφη ουσία,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek