-
1 αυτόφωρος
-
2 αὐτόφωρος
-
3 αυτοφωρος
21) сам себя изобличающий(ἀμπλακήματα Soph.)
2) пойманный с поличным, захваченный на месте преступления, уличенный Thuc.ἐπ΄ αὐτοφώρῳ Her., Eur., Lys., Arph. — с поличным
3) явный, очевидныйἐπ΄ αὐτοφώρῳ κλέπτης ὤν Aeschin. — будучи отъявленным вором;
ἐπ΄ αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν Xen. — всем известно, что я очень богат -
4 αὐτόφωρος
αὐτόφωρος, ον (αὐτός, φώρ ‘thief’; Soph. et al.; Sym. Job 34:11) (caught) in the act in the expr. ἐπʼ αὐτοφώρῳ (since Hdt. 6, 72; PColZen 74, 25 [248 B.C.]; POslo 21, 9 [71 A.D.]; BGU 372 II, 11 [II A.D.]; Philo, Spec. Leg. 3, 52; Jos., Ant. 15, 48; 16, 213) first of a thief (φώρ=Lat. fur), then also of other wrongdoers (Plut., Eumen. 583 [2, 2] al.), esp. adulterers (X., Symp. 3, 13; Aelian, NA 11, 15: μοιχευομένην γυναῖκα ἐπʼ αὐ. καταλαβών; Achilles Tat. 5, 19, 6) J 8:4.—DELG s.v. φώρ. M-M. -
5 αυτόφωρος
ος, ο[ν] пойманный с поличным, застигнутый на месте преступления;αυτόφωρο πταίσμα ( — или πλημμέλημα) — правонарушение, раскрытое в момент совершения;
επ' αυτοφώρω на месте преступления, с поличным -
6 αὐτόφωρος
II mostly in the phrase ἐπ' αὐτοφώρῳ λαμβάνειν to catch in the act, Lys.13.85, D.19.132; ;ἐλέγχειν Lys.7.42
: with pass. Verbs,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἁλῶναι Hdt.6.72
; , Eup.181: hence,2 in a more general sense, notoriously, manifestly,ἐπιβουλεύοντας φανῆναι ἐπ' αὐ. Hdt. 6.137
;ἐπ' αὐ. αὐτὸν ἐλέγξω Lys.13.30
;τὸν θάνατόν τινος ἐπ. αὐ. μηχανωμένη Antipho 1.3
;ἐπ' αὐ. καταλαμβάνειν τινὰ ἀμαθέστερον ὄντα Pl.Ap. 22b
, cf. R. 359c;ἐπ' αὐ. εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν X. Smp.3.13
;ἀξιῶ σε.. ἐπ'. αὐ. ταῦτά μοι ἐπιδεῖξαι Lys.1.21
;ἐπ' αὐ. κλέπται ὄντες ἐξελεγχόμενοι Aeschin.3.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόφωρος
-
7 αὐτόφωρος
αὐτό-φωρος, eigtl. beim Diebstahl, übh. beim Verbrechen: auf der Tat ertappt -
8 αυτόφωρος
suçüstü, suçüstü yakalanan -
9 αὔτ-οπτος
-
10 αυτοφώρου
-
11 αὐτοφώρου
-
12 αυτοφώρους
-
13 αὐτοφώρους
-
14 αυτοφώρω
-
15 αὐτοφώρῳ
-
16 αυτοφώρωι
-
17 αὐτοφώρωι
-
18 αυτοφώρων
-
19 αὐτοφώρων
-
20 αυτόφωροι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐτόφωρος — self detected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
αυτόφωρος — η, ο αυτός που πιάστηκε την ώρα που έκανε το αδίκημα ή οποιαδήποτε άλλη κακή πράξη: Το αδίκημά του ήταν αυτόφωρο, γι αυτό θα δικαστεί αμέσως. Το ουδ. ως ουσ., το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει τα αυτόφωρα πταίσματα ή πλημμελήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοφώρου — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρους — αὐτόφωρος self detected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρων — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρῳ — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόφωροι — αὐτόφωρος self detected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαυτόφωρος — ἐπαυτόφωρος, ον (Α) ολοφάνερος, κατάδηλος, αυτόφωρος … Dictionary of Greek
αὐτοφώρωι — αὐτοφώρῳ , αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)