Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αὐτόφωρος

  • 1 αυτοφωρος

        2
        1) сам себя изобличающий
        2) пойманный с поличным, захваченный на месте преступления, уличенный Thuc.
        

    ἐπ΄ αὐτοφώρῳ Her., Eur., Lys., Arph.с поличным

        3) явный, очевидный
        

    ἐπ΄ αὐτοφώρῳ κλέπτης ὤν Aeschin. — будучи отъявленным вором;

        ἐπ΄ αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν Xen. — всем известно, что я очень богат

    Древнегреческо-русский словарь > αυτοφωρος

  • 2 αυτόφωρος

    ος, ο[ν] пойманный с поличным, застигнутый на месте преступления;

    αυτόφωρο πταίσμα ( — или πλημμέλημα) — правонарушение, раскрытое в момент совершения;

    επ' αυτοφώρω на месте преступления, с поличным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυτόφωρος

См. также в других словарях:

  • αὐτόφωρος — self detected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αυτόφωρος — η, ο αυτός που πιάστηκε την ώρα που έκανε το αδίκημα ή οποιαδήποτε άλλη κακή πράξη: Το αδίκημά του ήταν αυτόφωρο, γι αυτό θα δικαστεί αμέσως. Το ουδ. ως ουσ., το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει τα αυτόφωρα πταίσματα ή πλημμελήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοφώρου — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρους — αὐτόφωρος self detected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρων — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρῳ — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόφωροι — αὐτόφωρος self detected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαυτόφωρος — ἐπαυτόφωρος, ον (Α) ολοφάνερος, κατάδηλος, αυτόφωρος …   Dictionary of Greek

  • αὐτοφώρωι — αὐτοφώρῳ , αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»