-
1 αισιος
1) благоприятный, предвещающий счастье(βροντή Pind., Soph., Plut.; οἰωνοί Xen.)
ἐν ἡμέρᾳ τῇδ΄, αἰσία γάρ Eur. — в этот день, ибо он сулит счастье2) подходящий, удачный, счастливый(ὁδοιπόρος Hom.)
αἴ. προσήκεις Soph. — ты вовремя пришел -
2 αίσιος
ία, ον благополучный; благоприятный; успешный, удачный;αίσιος οιωνός — счастливое предзнаменование;
τό νέον έτος αίσιον και ευτυχές — с новым годом, с новым счастьем
-
3 αίσιος
[эсиос] επ благоприятный, благополучный, счастливый. -
4 απαισιος
-
5 εξαισιος
2 и 31) несправедливый, нечестивый, дурной(ῥέξαι ἐξαίσιόν τινα Hom.)
2) страшный, ужасный(Θέτιδος ἀρή Hom.)
3) необычайный, невиданный, небывалый(δεῖμα Aesch.; ἄνεμος Xen.; σεισμοί Plat.; χειμών Plat., Arst.; ὄμβροι Xen., Arst.; βροντή Polyb., Plut.; ὑετοί Plut.)
ἐ. τὸ μέγεθος Diod. — необыкновенной величины4) безудержный, неудержимый(φυγή Xen.; γέλωτες καὴ δάκρυα Plat.)
-
6 καταισιος
-
7 παραισιος
-
8 οιωνός
ο примета; признак; предвестник; предзнаменование;καλός οιωνός — хорошая примета, хороший признак;
§ αίσιος οιωνός — хорошее предзнаменование
См. также в других словарях:
αἴσιος — auspicious masc nom sg αἴσιος auspicious masc/fem nom sg αἶσις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
αίσιος — α, ο αυτός που δίνει ελπίδα για καλή έκβαση, ευνοϊκός: Αίσιο και ευτυχές το νέο έτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀίσιος — ᾆσις singing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσιώτερον — αἴσιος auspicious adverbial comp αἴσιος auspicious masc acc comp sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc comp sg αἴσιος auspicious masc acc comp sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc comp sg αἴσιος auspicious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσιώτατα — αἴσιος auspicious adverbial superl αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc superl pl αἴσιος auspicious adverbial superl αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσιώτατον — αἴσιος auspicious masc acc superl sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc superl sg αἴσιος auspicious masc acc superl sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσίως — αἴσιος auspicious adverbial αἴσιος auspicious masc acc pl (doric) αἴσιος auspicious adverbial αἴσιος auspicious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴσιον — αἴσιος auspicious masc acc sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc sg αἴσιος auspicious masc/fem acc sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσίων — αἴσιος auspicious fem gen pl αἴσιος auspicious masc/neut gen pl αἴσιος auspicious masc/fem/neut gen pl αἶσις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσιωτάτην — αἴσιος auspicious fem acc superl sg (attic epic ionic) αἴσιος auspicious fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)