Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αυτό+είναι

  • 21 ваш

    ваш
    (ваша, ваше, ваши)
    1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):
    эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;
    2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας.

    Русско-новогреческий словарь > ваш

  • 22 этот

    этого α., эта, этой θ., это, этогоб ουδ. αντων. δεικτική•
    αυτός, -ή, -ό, (ε)τούτος, -η, -ο, ούτος, αύτη, τούτο•

    этот человек αυτός ο άνθρωπος•

    эта женщина αυτή η γυναίκα•

    это платье αυτό το φόρεμα•

    эти книги αυτά τα βιβλία•

    при этом κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, επί πλέον•

    с этим μ αυτό•

    в этом σ αυτό•

    без этого χωρίς αυτό•

    после этого ύστερ απ αυτό•

    об этом γι αυτό,περί αυτού•

    на этом σ αυτό, εδώ•

    я на это не согласен εδώ δε συμφωνώ•

    он наказан за это αυτός τιμωρήθηκε γι αυτό•

    меня к этому принудили με εξανάγκασαν γι αυτό•

    это этот моя мечта αυτό είναι το όνειρο μου•

    это мне не нравится αυτό δε μου αρέσει•

    об эту пору αυτήν την ώρα•

    я приду завтра об эту пору θα έρθω αύριο, την ίδια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > этот

  • 23 ведь

    ведь
    1. частица у сил. (большей частью не переводится) μά, πραγματικά/ μήπως (в вопр. предложениях):
    \ведь это всем известно (μά) αὐτό εἶναι γνωστό σέ ὀλους· \ведь это правда? ἐτσι δέν εἶναι; (μήπως) δέν εἶναι ἀλήθεια;· \ведь я не спорю! μά δέν διαφωνώ!· \ведь вы это сделаете? (λοιπόν) θά τό κάνετε αὐτό;·
    2. союз ἐπειδή, ἀφοῦ, γιατί:
    он сегодня не мог прийти, \ведь он болен δέν μπόρεσε σήμερα νά ἐρθει, ἐπειδή εἶναι ἀρρωστος.

    Русско-новогреческий словарь > ведь

  • 24 вопрос

    вопрос
    м
    1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:
    задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·
    2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:
    спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·
    3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:
    аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вопрос

  • 25 только

    только
    1. частица (всего лишь) μό-νο[ν]:
    \только один раз μόνο μιά φορά· это \только начало αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀρχή·
    2. частица (единственно, исключительно) μό-νο[ν]:
    \только из уважения к вам μόνο γιά τό χατήρι σας· \только здесь я себя чу́вст-вую хорошо μόνον ἐδώ αίσθάνομαι καλά·
    3. союз (но, однако) ἀλλά, μά, δμως:
    я согласен пойти, \только не сеи́час δέχομαι νά πάω, δμως ὄχι τώρα· \только имейте в виду́, что я занят νά Εχετε δμως ὑπ' ὀψιν, δτι εἶμαι ἀπασχολημένος·
    4. союз:
    не \только, но (и) ὄχι μόνο, ἀλλά...·
    5. союз:
    \только бы φτάνει νά μήν, ἀρκεῖ νά· \только бы ничего́ не случилось ἀρκεῖ νά μή συμβεί τίποτε·
    6. союз (едва) μόλις:
    \только вы уехали, как он пришел μόλις φύγατε ἐσεϊς, αὐτός ήρθε· как \только, чуть \только, едва \только, лишь \только μόλις·
    7. нареч (едва, лишь только) μόλις:
    совсем молодой, видно \только школу кончил πολύ νεαρός, φαίνεται πώς μόλις τέλειωσε τό σχολείο·
    8. частица усил.:
    каких \только книг у него не было καί τί βιβλία δέν είχε· где он \только не был καί ποῦ δέν ἐχει πάει· зачем \только я сказал это τί ήθελα νά τό πω αὐτό· ◊ посмей \только! (угроза) τόλμησε ἄν σοῦ βαστάει, τόλμησε μόνον \только н всего́ разг αὐτό εἶναι ὅλο· н \только καί τίποτε ἄλλο· \только что μόλις τώρα, πρό ὁλίγου· он \только что пришел μόλις τώρα ήλθε.

    Русско-новогреческий словарь > только

  • 26 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

  • 27 то-то

    μόριο
    1. αυτό είναι το βασικό, το σοβαρό, η ουσία• το ουσιώδες• ακριβώς. || επιτακτικό μόριο• πρόσεξε, κοίταξε, έχε το νου σου•

    то-то помни βάλ το καλά στο νου σου (μην το ξεχάσεις).

    2. (εκφράζει ικανοποίηση, συμφωνία ή υπακοή)• ναι, μάλιστα (ως απάντηση).
    3. να γιατί• γι αυτό.
    4. (εκφράζει κάτι το ανώτερο)• να τι• να ποιο.
    εκφρ.
    (вот) то-то и оно; (вот) то-то и есть – (να) αυτό είναι ακριβώς, πραγματικά, ουσιαστικά.

    Большой русско-греческий словарь > то-то

  • 28 выше

    выше
    1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:
    \выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί
    2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:
    температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου.

    Русско-новогреческий словарь > выше

  • 29 есть

    есть I
    несов
    1. τρώγω:
    \есть за четверых разг τρώγω γιά δέκα·
    2. (выедать, разъедать) κατατρώγω, τρώγω (о ржавчине)! διαβιβρώσκω (о кислоте) / ἐρεθίζω, τσούζω (о дыме)· ◊ \есть поедо́м τρώγω κάποιον μέ τή γκρίνια μου· \есть глазами кого-л. τρώγω (κάποιον) μέ τά μάτια μου.
    есть II
    1. наст. вр. от быть 1.
    2. безл εἶναι, ἐχει, ὑπάρχει:
    в этой комнате \есть два окна αὐτό τό δωμάτιο ἔχει δύο παράθυρα· у меня \есть... (έγώ) ἔχω...· \есть надежда ὑπάρχει ἐλπίδα· ◊ что \есть силы μέ ὀλα μου τά δυνατά· так и \есть! ἔτσι εἶναι!, αὐτό εἶναι!
    есть III
    межд воен. разг μάλιστα!

    Русско-новогреческий словарь > есть

  • 30 наш

    наш
    (наша, наше, мн. наши) Х.мест. притяж. (δικός) μας / ἡμέτερος (с сущ.):
    \наш дом τό σπίτι μας· один \наш друг ενας φίλος μας· э́та книга \наша αὐτό τό βιβλίο εἶναι δικό μας· это \наше право αὐτό εἶναι δικαίωμα μας·
    2. сущ, \наши мн. οι δικοί μας· ◊ \наша взяла́1 разг ἡ νίκη εἶναι δική μας!, νικάμε!, κερδίζουμε!· по \нашему мнению κατά τή γνώμη μας.

    Русско-новогреческий словарь > наш

  • 31 αδύνατος

    η, ο [ος, ον ]
    1) слабый (в разн. знач);

    αδύνατο παιδί — слабый ребёнок;

    αδύνατη υγεία — слабое здоровье;

    αδύνατη μνήμη — слабая память;

    αδύνατη πειθαρχία — слабая дисциплина;

    αδύνατος αέρας — слабый ветер;

    2) худой; тощий (тж. о мясе);
    3) невозможный, невыполнимый;

    ζητώ αδύνατα πράγματα — требовать невозможного;

    αδύνατο! — не может быть!;

    αυτό είναι αδύνατο — это невозможно;

    δεν υπάρχει τίποτε το αδύνατο — нет ничего невозможного;

    αυτό είναι αδύνατο να γίνει — это сделать невозможно;

    άν είναι αδύνατο να... — в случае невозможности...;

    καθιστώ αδύνατο — сделать невозможным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αδύνατος

  • 32 допускать

    ρ.δ.μ.
    1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•

    его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•

    это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.

    || επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•

    допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.

    || επιτρέπω να πάρει μέρος•

    допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.

    2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•

    удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.

    3. δέχομαι, παραδέχομαι•

    -аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.

    || κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•

    не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.

    επιτρέπομαι•

    дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•

    не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.

    || έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω).

    Большой русско-греческий словарь > допускать

  • 33 мало

    мало
    1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:
    слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·
    2. предик безл:
    этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > мало

  • 34 προς

    πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач, направления) к;

    προς νότον — к югу;

    έτρεξε προς την οδό Σταδίου он побежал в сторону улицы Стадиу;

    τό παράθυρο μου βλέπει προς την θάλασσαν — моё окно выходит на море;

    προς τα δεξιά — направо, в правую сторону;

    κάθομαι προς τα δεξιά του сидеть (или садиться) справа от него;

    προς τα αριστερά — налево, в левую сторону;

    προς τα εκεί — туда;

    προς τα εξω — кнаружи, вовне;

    προς τα μέσα — внутрь, вовнутрь;

    προς τα κάτω — вниз, книзу;

    προς τα πού; — в какую сторону?;

    2) (при обознач, лица или учреждения, к которому обращено действие, иногда без перевода) к;

    προς τό λαό — к народу;

    αναφορά προς το υπουργείον (τον υπουργό) — доклад министерству (министру);

    3) (при обознач, отношения к кому-чем у-л.) к; по отношению к;

    περιφρόνηση προς το θάνατο — презрение к смерти;

    ασέβεια προς τούς γονείς — непочтение к родителям;

    αντίθετον προς την παράδοση — вопреки традиции, вразрез с традицией;

    πέφτει σε αντίφαση προς τον εαυτό

    της она противоречит сама себе;

    δυσανάλογη προς την ηλικία της — несообразно с её возрастом;

    4):

    ως προς... — что касается...; — в отношении..., относительно того, что...;

    ως προς αυτό... — в отношении этого...;

    ως προς αυτό αδιαφορώ πλήρως — я к этому совершенно равнодушен;

    ως προς αυτό έχεις δίκιο — в отношении этого ты прав;

    ως προς την ημερομηνία — относительно даты;

    5) (при обознач, цены, соотношения):

    τοκίζει προς 20% — он ссужает деньги под 20%;

    τό ύφασμα το αγόρασα προς τριακόσιες δραχμές το μέτρο — я купил материал по триста драхм за метр;

    6) (при обознач, действия, совершаемого в пользу или во вред кому-чему-л.] для, ради;

    τό έκανα προς χάριν σου — я это сделал ради тебя;

    προς τό συμφέρον σου — для твоей же пользы;

    αυτό είναι προς τιμήν σου а) это в честь тебя; б) это делает тебе честь;

    τα πούλησαν προς όφελός τους — они это продали выгодно для себя;

    προς τιμωρίαν σου — тебе в наказание;

    προς ζημίαν — во вред;

    προς γενικήν ανακούφισιν — ко всеобщему облегчению;

    7) (при обознач, времени) к, ближе к; на;

    προς τό βράδυ — к вечеру;

    προς τα ξημερώματα — на рассвете;

    προς τό παρόν — пока, на данный момент, в настоящий момент;

    προς στιγμήν — на очень короткое время, на минуту; — временно;

    8) (при обознач, цели, намерения) для; в;

    προς επεξεργασίαν — для обработки, переработки;

    προς υπεράσπισιν — в защиту;

    προς αποφυγήν παρεξηγήσεων — во избежание недоразумений;

    προς τί; — для чего?, к чему?, зачем?;

    προς τί η τόση σπουδή;

    κ чему такая спешка?! 9) (при обознач, последовательности) за;

    λέξη προς λέξη — а) слово за словом; — б) слово в слово;

    βήμα προς βήμα — шаг за шагом; — по пятам;

    τον παρακολουθούν βήμα προς βήμα — следят за каждым его шагом; — следуют за ним по пятам;

    έν(α) προς έν(α) — одного за другим, по одному; — каждого в отдельности;

    § ένας προς έναν — один к одному;

    προς έκπληξιν — на удивление;

    II με γεν.
    1) (при обознач, происхождения, родства):

    ο προς μητρός θείος — дядя по матери;

    τό σπίτι το έχουμε πάππου προς πάππου — дом мы наследуем от отцов и дедов;

    2) (при заклинании, уверении, клятве) ради;

    προς θεού μην το κάνεις — ради бога, не делай этого;

    § προς ώρας — временно;

    αυτό είναιπρος κάκού μου — к моему несчастью;

    III με δοτ.
    1) (при обознач, прибавления) к;

    προς τούτοις — к тому же;

    προς τοίς άλλοις — ко всему прочему, кроме всего прочего;

    2) (при обознач, близости):

    αί προς τη θαλασσή πόλεις — прибрежные города

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προς

  • 35 ἜΡΓον

    ἜΡΓον (eigtl. FΕΡΓον), τό, Werk, Alles was Jemand ausgeführt hat, That, Handlung, sowohl in guter als in schlechter Bedeutung, Hom. u. Folgde überall, theils allgemein, theils durch den Zusammenhang od. besondere Beiwörter bestimmt; – 1) im Allgemeinen die That, im Ggstz des Entschlusses, βουλή, Il. 9, 374; κοὐ μόνον βουλεύματα, ἀλλ' ἔργα δεινά Soph. Phil. 552; Gegensatz des Wor. tes, μῠϑος, Il. 9, 443; ἔργῳ κοὐκ ἔτι μύϑῳ χϑὼν σεσάλευται Aesch. Prom. 1082; Δίκη παρῆν ἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν Spt. 645; μή σε δὶς φράσαι μήτ' ἔπος μήτ' ἔργον Pers. 170; nachdrücklich, ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, durch die That, Prom. 336; λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον Soph. O. R. 517; im Ggstz von μῠϑος, ῥήματα, ἔπη, O. C 877. 1578 El. 613; ὁρῶ βροτοῖς τὴν γλῶσσαν οὐχὶ τἄργα πάνϑ' ἡγουμένην Phil. 99; vgl. Cratin. bei Plut. Pericl. 13; ὄνομα γάρ, ἔργον δ' οὐκ ἔχουσιν οἱ φίλοι Eur. Or. 454; I. A. 128; ταῦτα εἶπε καὶ ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Her. 3, 135; ἄλλως ὄνομα κοὐκ ἔργον Thuc. 8, 78; Plat. παρ' ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες Prot. 325 d; μετὰ λόγου καὶ ἔργου Legg. I, 647 d; λόγῳ ἔργῳ, in der That, in Wirklichkeit entgeggstzt, ἔρ-γῳ τε καὶ ἔπει IX, 879 c; – durch adj. bestimmt, ϑέσκελα, ἀήσυλα u. ä., Hom. – 2) χωρῶ πρὸς ἔργον, ich gehe ans Werk, an die Ausführung, Soph. Ai. 116; καὶ τοὔργον ἂν σοῦ τοῦτ' ἔφη εἶναι μόνου O. R. 349; ταῠτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ τὸ ἔργον προςῆγε, er führte es auch aus, Her. 9, 92; ὥςτε εὐϑὺς ἔργου ἔχεσϑαι, sogleich ans Werk gehen, zur Ausführung schreiten, Thuc. 2, 2, vgl. 1, 49; Xen. Hell. 7, 2, 19; vgl. Pind. P. 4, 233; ὡς ᾐσϑάνετο ἐν ἔργῳ ὄντα τὸν Κῦρον, daß Kyrus bei der Ausführung, damit beschäftigt sei, Xen. Cyr. 7, 1, 27; vgl. ἅπας δ' ἐν ἔργῳ δοῦλος ἦν μάτην πονῶν Eur. Bacch. 626; I. T. 1190; τὸ μὲν ἐνϑύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι, τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον, die Ausführung war unmöglich, Xen. An. 3, 5, 12. – 3) was Jem. zu verrichten pflegt, Arbeit, Geschäft, Gewerbe, Thun, Verrichtung, ἔργον ἐποίχεσϑαι, an sein Werk, an den Webestuhl gehen, Od. 17, 227; γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας Il. 9, 128 u. öfter; πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν.ἰδὲ φρεσί, durch Schönheit, durch Arbeit u. Klugheit ausgezeichnet, durch das, was sie zu arbeiten verstand, 13, 432; πάντες ἀναπηδῶσιν ἐπ' ἔργον, σκυτῆς, βαλανῆς, sie gehen an ihr Geschäft, an ihre Arbeit, Ar. Av. 490; τοῖς ἔργοις προςέχειν Plut. 553; τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, besorge deine eigenen Geschäfte, bekümmere dich nicht um Andere, Od.; λαοὶ σκίδνασϑ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος 2, 252; ἔργα ϑεῶν, das Schalten u. Walten der Götter, die Göttergewalt, Il. 16, 120; ἔργον ποιεῖσϑαί τι, Etwas zu seiner Beschäftigung machen, seinen Fleiß darauf verwenden, Plat. Phaedr. 232 a; ἰέναι ἐπὶ τὰ δημόσια ἔργα Gorg. 514 c. – Besonders – a) von der Feldarbeit, ἔργα ἀνδρῶν, ἀνϑρώπων, Arbeit, Geschäft der Männer, Landbau, Hom. öfter; βοῶν Od. 10, 98; ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν, der Landbau war nicht meine Sache, 14, 222; ἀλλὰ πᾶς χώρει πρὸς ἔργον εἰς ἀγρόν Ar. Pax 555; dah. heißen ἔργα auch die bestellten Felder, Ländereien, οἵ τ' ἀμφ' ἱμερτὸν Τιταρήσιον ἔργ' ἐνέμοντο Il. 2, 751; πεδία λωτεῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα 12, 283; πατρῴϊα ἔργα, die väterlichen Grundstücke, Od. 2, 22; ἔργα Ἰϑάκης, Ithaka's bebau'te Fluren, 14, 344; ἐπὶ τὰ ἔργα ἰέναι 2, 127. 252; τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα διέφϑειρε Her. 1, 36; Xen. Cyn. 3, 3; οὔτ' ἐπὶ τοῖς ἔργοις οὔτ' ἐπὶ τοῖς αὑτῶν ἰδίοις διατρίβειν Dem. 2, 16, wo die Alten γεωργεῖν erkl. – b) γυναικῶν, die Verrichtungen der Frauen, bes. Weberei, ἀγλαὰ ἔργα εἰδυῖα u. ä. oft Hom. S. oben u. vgl. ἐργάνη. – c) Kriegsarbeit, Kampf, sowohl allein, Il. 4, 175. 539, als ἔργον μάχης, 6, 522, u. öfter πολεμήϊα ἔργα; ξιφέων Archil. 50. Auch in Prosa, τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔργον Plat. Henex. 241 c; τῶν πρότερον ἔργων μέγιστον ἐπράχϑη τὸ Μηδικόν Thuc. 1, 23; οἱ ἐν τῷ ἔργῳ, die Kämpfenden, 7, 71; ἐν ἔργῳ ὤν Xen. Cyr. 7, 1, 27; ἔργου ἔχεσϑαι, den Kampf beginnen, Thuc. 1, 49; ἐλέγετο ἀποκτεῖναι τούτῳ τῷ ἔργῳ περὶ ὀγδοήκοντα ἱππέας Xen. Hell. 5, 3, 2; τὸ Τρωϊκὸν ἔργον Arr. An. 1, 11; τὸ πρὸς Ἰλίῳ Paus.; ἤδη γὰρ ὡς ἐς ἔργον ὥπλισται στρατός Eur. Heracl. 672; πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας El. 799; ἐν τῷ ἔργῳ, im Kampfe, Thuc. 2, 89. – d) von anderen Beschäftigungen, ϑαλάσσια ἔργα, Meergeschäfte, sowohl Seefahrt, Il. 2, 614, als Fischfang, Od. 5, 67; – φιλοτήσια, Werke der Liebe, Liebesgenuß, Od. 11, 246, wie γάμοιο Il. 5, 429; Add. ep. (X, 201; Achill. Tat. 1 p. 28; Long. Past. 3, 14. – Vom Bergbau, τὰ ἔργα, Bergwerke, τῶν ἔργων τῶν ἀργυρείων ἐπιϑυμεῖν Dem. 8, 45; 37, 4 u. öfter; Xen. Vectig. 4, 5. – 4) An Vrbdgn, wie σιγῇ τοὐμὸν ἔργον ἤνυτον, mein Geschäft vollbrachte ich schweigend, Soph. Tr. 319, u. ä., reihen sich folgende: σὸν ἔργον ἐστί, es ist deine Sache, es kommt dir zu, σὸν ἔργον, Ἰοῖ, ταῖςδ' ὑπουργῆσαι χάριν, du mußt, Aesch. Prom. 638; ἐμὸν τόδ' ἔργον λοισϑίαν κρῖναι δίκην, es liegt mir ob, zu entscheiden, Eum. 704; ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔργον, das ist Sache der Männer, Ch. 662; ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ' ὑπηρετεῖν Soph. Phil. 15, dir liegt es ob; οὐδὲν ἔργον ταῦτα ϑρηνεῖσϑαι μάτην, es führt zu Nichts, Ai. 839; σὸν ἔργον εἴη τοῦτον ὀπτᾶν Ar. Lys. 839; ὑμῶν τὸ λοιπὸν ἔργον ἤδη φλᾶν ταῦτα Paz 1305; absol., ἱερεῦ, σὸν ἔργον, ϑῦε τοῖς ϑεοῖς Av. 862; ὅπερ μόνον ἐστὶν ἔργον ἀγαϑοῦ πολίτου Plat. Gorg. 517 c; οὐκέτι ἐμὸν ἔργον εἶναι Prot. 335 b; σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Conv. 188 e; οὐ γὰρ ϑερμότητος ἔργον ψύχειν, ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου, ist nicht Sache der Wärme, kommt ihr nicht zu, Rep. I, 335 d. – Auch c. dat., ἔκαιον οἷς τοῦτο ἔργον ἦν, denen dies aufgetragen war, oblag, Xen. Cyr. 4, 5, 13, vgl. 6, 3, 27; γυναιξὶν ἔργον ἀϑερίζειν, es ist so ihre Sache, sie pflegen, Agath. 4 (V, 2161; vgl. Ael. V. H. 3, 18. 9, 24. – Aehnl. ἔργον ἔχω τοῦτο σκοπεῖν, ich habe zum Geschäft, meine Sache ist, Xen. Hem. 2, 10, 6, vgl. Cyr. 8, 4, 6; ἔργον ἔχειν δεόμενον τούτου κοινωνεῖν τοὺς παρόντας, er ließ sich angelegen sein, zu bitten, daß die Anwesenden Theil nähmen. – Mit Nachdruck, ἔργον ἐστί, es ist ein Stück Arbeit, es macht Mühe, esistschwer, τοὺς πολλοὺς καὶ παλαιοὺς ἔργον διηγήσασϑαι Dem. 59, 91; ἔργον μὲν νυκτὸς λῦσαι ἵππους, ἔργον δὲ χαλινῶσαι Xen. Cyr. 3, 3, 27; mit anderen Bestimmungen, οὐ μέγ' ἔργον εὖ λέγειν Eur. Bacch. 267; χαλεπὸν οὖν ἔργον διαιρεῖν Ar. Ran. 1100; μέγα ἔργον καλῶς χρῆσϑαι Plat. Conv. 187 e; πλείονος ἔργου ἐστὶν ἀκριβῶς ταῦτα πάντα μαϑεῖν, ist schwieriger, Euthyphr. 14 a; οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι, es sei keine kleine Sache, Rep. II, 369 b; ἀλλὰ πάμπολυ ἔργον λέγεις VII, 531 d; πολὺ ἔργον ἂν εἴη διεξελϑεῖν Xen. Mem. 4, 6, 1; παρέσχε μοι ἔργον πλεῖστον, machte mir viel zu schaffen, Ar. Nubb. 515; Plat. Tim. 29 d; – ἐνταῠϑα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον, es ist nöthig, thut Noth, Plat. Rep. VII, 537 d; σιγᾷς, σιωπῆς δ' οὐδὲν ἔργον ἐν κακοῖς, Schweigen thut nicht Noth, hilft Nichts, ist Nichts nütze, Eur. Hipp. 911; τί δῆτα τόξων ἔργον, was ist denn da der Bogen nöthig, Alc. 39; οὐκ ἔργον ἔστ' οὐδὲν στροφῶν Ar. Plut. 1154; auch c. inf., οὐδὲν ἔργον ἑστάναι, es hilft Nichts, hier zu stehen, Lys. 424; καί σ' οὐδὲν εἴσω τῆςδε παπταίνειν πύλης ἔτ' ἔργον ἐστίν Soph. Ai. 12; οὐκ ἂν μακρῶν ἔϑ' ἧμιν οὐδὲν ἂν λόγων τόδ' εἴη τοὔργον El. 1365, hier gilt's nicht, viele Worte machen; vgl. noch οὐδὲν λευκῶν ὀδόντων ἔργον ἔστ' ἢν μή τι καὶ μασῶνται, die Zähne nützen zu Nichts, Ar. Pax 1310; ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔργον τῇ στρατιῇ Her. 1, 17, die Belagerung nütze Nichts; Xen. Cyr. 2, 3, 11; S;p., ὡς οὐδὲν ἦν ἔργον αὐτοῦ κατατείναντος, da er durch seine Anstrengung Nichts ausrichtete, Plut. Poplic. 14; ἦν δὲ οὐδὲν ἔργον αὐτοῦ τῆς σπουδῆς Lys. 11. – 5) das durch die Arbeit Hervorgebrachte, das Werk, die Arbeit, ἔργον Ἡφαίστοιο Od. 4, 617; γυναικῶν, Webereien, oft; ἀϑανάτων Il. 19, 22; ἔργα ἐργάζεσϑαι Od. 22, 422; ὕφασμα τοῦτο σῆς ἔργον χερός Aesch. Ch. 231; – ἔργον λώτινον, aus Lotus gemacht, Theocr. 24, 45; von einer Bildsäule, Xen. Hem. 3, 10, 7; τῶν ἔργων ἀπρασίαν εἶναι, die Arbeiten könnten nicht verkauft werden, Dem. 27, 21; καὶ μηχαναί, von Belagerungswerken, Pol. 5, 3, 6. Bei D. Hal. u. a. Sp. von Werken des Geistes, Schrift, Buch; – das durch den Wettkampf Errungene, der Sieg im Wettkampf, Pind. Ol. 9, 91; der Sieg, Xen. Cyr. 1, 4, 24. – Uebh. der Erwerb, dah. die Zinsen eines Kapitals, die das Geld erarbeitet hat, τό τε ἀρχαῖον καὶ τὸ ἔργον τῶν δώδεκα ἐτῶν, Kapital u. Zinsen von zwölf Jahren, Dem. 27, 17, vgl. §. 10. – 61 übh. Sache, Ding, Gegenstand, wie χρῆμα, πρᾶγμα, z. B. εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅ, ττι κεν εἰπῃς, in Allem, was du sagen magst, Il. 1, 294; ὃπως ἔσται τάδε ἔργα, wie diese Sachen · ablaufen werden, 4, 14; öfter πάρος τάδε ἔργα γενέσϑαι; μέγα ἔργον, ein großes Stück, von einem Steine, 5, 303. 20, 286; ἄκουε τοὔργον Soph. Tr. 1147; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν Ai. 461; τοῦτ' ἐστὶν ἤδη τοῦργον εἰς ἐμὲ ῥέπον O. R. 847. – Dah. umschreibend, ἔργα δαιτός Il. 9, 228; ἔργα μάχης u. ä.; auch in Prosa, τὸ ἔργον τῆς ϑήρας, das Waidwerk.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἜΡΓον

  • 36 στην

    στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στην

  • 37 для

    для για, δια всё \для победы όλα για τη νίκη это \для меня αυτό είναι για μένα; \для того, чтобы... για να...
    * * *
    για, δια

    всё для побе́ды — όλα για τη νίκη

    э́то для меня́ — αυτό είναι για μένα

    для того́, что́бы... — για να…

    Русско-греческий словарь > для

  • 38 знак

    знак
    м
    1. τό σημείο[ν], τό σημάδι:
    \знак равенства мат τό σημείον ἰσον \знаки препинания τά σημεία στίξεως, τά σημεία τής στίξης· восклицательный \знак τό θαυ-μαστικό[ν]· вопросительный \знак τό ἐρωτη-ματικό[ν]· дорожный \знак τό σήμα τής τροχαίας· водяной \знак τό ὑδάτινο σημείο (στό χάρτη)·
    2. (признак):
    \знаки внимания ἡ ἐνδειξη προσοχής· молчание · \знак согласия ἡ σιωπή σημαίνει κατάφαση· в \знак дружбы είς ἔνδειξιν φιλίας·
    3. (сигнал) τό σημεῖο[ν], τό σύνθημα, τό σινιάλο:
    условный \знак τό συμβατικό σημείο· \знак бедствия τό σημεῖον κινδύνου· подавать \знаки рукой δίνω σημείο (или κάνω σινιάλο) μέ τό χέρι·
    4. (предзнаменование) ὁ οίωνός, τό σημάδι:
    это дурной \знак αὐτό εἶναι κακός οίωνός, αὐτό εἶναι κακό σημάδι· ◊ фабричный \знак ἡ μάρκα (или τό σήμα) τοῦ ἐργοστασίου· Знак почета (орден) τό παράσημον τιμής· \знаки отличия воен. τά διακριτικά· денежный \знак τό τραπεζογραμμάτιον, τό χαρτονόμισμα знакомить несов
    1. (кого-л. с кем-л.) γνωρίζω (μετ.) / συνιστώ, συστήνω (представлять кого-л.)·
    2. (с чем-л.) γνωρίζω / κατατοπίζω, ἐνημερώνω, καθιστώ ἐνήμερο[ν] (с обстановкой, положением и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > знак

  • 39 роскошь

    роскош||ь
    ж ἡ πολυτέλεια, ἡ χλιδή:
    предметы \роскошьи τά είδη πολυτελείας· жить в \роскошьи ζδ> στή χλιδή· ◊ позволить себе \роскошь ἐπιτρέπω στον ἐαυτό μου τήν πολυτέλεια· это уже \роскошь! αὐτό εἶναι περιττό!, αὐτό εἶναι πολυτέλεια!

    Русско-новогреческий словарь > роскошь

  • 40 έξω

    1. πρόθ. I με γεν.
    1) вне, за пределами (чего-л.);

    έξω της οικίας — вне дома;

    2) перен. сверх, выше (чего-л.);

    αυτό είναι έξω των δυνατοτήτων μου — это выше моих возможностей;

    II με αιτιατ.:

    έξω από

    1) — вне, за пределами (чего-л.);

    έξω από το σπίτι — вне дома;

    2) кроме, за исключением;

    έξω από λίγα αυγά δεν εμεινε τίποτε άλλο — ничего не осталось, кроме нескольких яиц;

    3) подольше от (кого-чего-л.);

    έξω από μας ( — или από λόγου μας) — подальше бы от нас;

    § έξω τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;

    έξω πάσης λογικής — против всякой логики;

    γίνομαι ( — или είμαι) έξω φρενών ( — или εμαυτού) — выходить из себя, быть вне себя от злости;

    είμαι έξω από κάθε υπόνοια — быть вне всякого подозрения;

    τα λέω έξω από τα δόντια — говорить всё в лицо, напрямик, высказывать всё в глаза;

    αυτό πιά είναι έξω από τα όρια — это уж сверх (всякой) меры; — это уж чересчур;

    2. επίρρ.
    1) вовне, наружу;

    κυττάζω έξωсмотреть наружу (на улицу и т. п.);

    πάμε έξω — выйдем во двор, пошли на улицу;

    σκύβω έξω — высунуться наружу;

    2) снаружи, вне помещения; на улице;

    όλη τη νύχτα μείναμε έξω — всю ночь мы были на у'лице;

    μένω στο βαπόρι, δεν βγαίνω έξω — оставаться на пароходе, не сходить на берег;

    3) за границей;

    σπουδάζω έξω — учиться за границей;

    τα λεμόνια τα στέλνουν έξω — лимоны отправляют за границу;

    4):

    από έξω — а) с наружной стороны, снаружи;

    βάφω το σπίτι απ' έξω — покрасить дом снаружи; — б) наизусть, на память;

    μαθαίνω ( — или ξέρω) κάτι απ' έξωвыучить (или знать) что-л, наизусть; — в):

    απ' έξω -άπ'έξω — а) стороной; — б) незаметно, намёками;

    του τώφερε απ'έξω-απ'έξω — он ловко дал ему понять;

    § έξω - έξω на самом краю;

    έξω! вон!;

    έξω από δω! — вон отсюда!;

    έξω φτώχεια! — с бедностью покончено!;

    έξω νού! — выбрось всё из головы!; — плюнь (ты) на всё (разг);

    βγάζω κάποιον έξω — прогонять, выгонять кого-л.;

    ρίχνω έξω (τη βάρκα, το πλοίο) — сажать на мель (лодку, ко-

    робль);

    τό ρίχνω έξω — пуститься в разгул;

    γυρίζω τα μέσα έξω — выворачивать наизнанку;

    μιά κι' έξω — разом;

    πέφτω έξωа) прям., перен. садиться на мель; — б) ошибиться, просчитаться;

    απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα — погов, сверху шёлк, а в брюхе щёлк;

    3. (τό) внешний вид, наружная сторона (чего-л.);

    § είμαι στα μέσα και στα έξω — быть важной фигурой;

    τό έξω τ' αυγού και το μέσα τής ελιάς — погов. т тебе боже, что мне не тоже;

    4. επίθ, άκλ.
    1) прям., перен. внешний;

    η έξω γωνία — внешний угол;

    τα έξω πράγματα ( — или η έξω κατάσταση) — внешнеполитическая ситуация;

    2) живущий за рубежом, вне страны;

    ο έξω ελληνισμός — греки, живущие вне Греции

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξω

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»