-
1 μαθαίνω
(αόρ. έμαθα и έμαθον, παθ. αόρ. (ε)μαθεύτηκα) 1. μετ.1) учить, обучать; выучить, научить (кого-л. чему-л.); 2) выучить (что-л.);μαθαίνω τέχνη — учиться ремёслам;
приобретать специальность;3) приучать, приобщать (к чему-л.); 4) узнать; услышать;μαθαίνω τούς σκοπούς κάποιου — распознавать чьи-л. намерения;
τα μαθές τα νέα;ты слышал новости?; 2. άμβτ. 1) учиться, обучаться; 2) научиться, выучиться (чему-л.); 3) приучаться, привыкать; είμαι μαθημένος στη δουλειά я привык к работе; έμαθα να σηκώνομαι νωρίς я привык вставать рано -
2 μαθαίνω
[матэно] ρ. (μτβ.) учить, обучать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαθαίνω
-
3 μαθαίνω
[матэно] ρ (μτβ) учить, обучать. -
4 μαθαίνω
учидознаваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μαθαίνω
-
5 μαθαίνω
öğrenmek -
6 μαθαίνω
apprendre -
7 μαθαίνω
1) nauczyć czas.2) uczyć czas. -
8 μαθαίνω
1) pochytit2) slyšet3) zvědět -
9 μαθαίνω
learnΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαθαίνω
-
10 ἀ-μαθαίνω
-
11 Δε με μέλει πως γερνάω, όσο ζω μαθαίνω
– Δε με μέλει πως γερνάω, όσο ζω μαθαίνω• Век живи – век учисьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δε με μέλει πως γερνάω, όσο ζω μαθαίνω
-
12 zvědět
μαθαίνω -
13 learn
μαθαίνω -
14 nauczyć
μαθαίνω -
15 приучить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приучить
-
16 разучить
μαθαίνω (κάτι απ' έξω ή καλάκάτι για να το εκτελέσω, π.χ. τον ρόλοτο ποίημα κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разучить
-
17 учиться
μαθαίνω, (в вузе) σπουδάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учиться
-
18 учиться
μαθαίνω; σπουδάζω, φοιτώ ( получать образование) -
19 πληροφορούμαι
(μαθαίνω)assabentar-se -
20 öğren|mek
μαθαίνω, (duymak) ακούω
См. также в других словарях:
μαθαίνω — μαθαίνω, έμαθα, μαθημένος βλ. πίν. 176 Σημειώσεις: μαθαίνω – μαθεύομαι : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και ο ενεστώτας της παθητικής φωνής (μαθαίνομαι) σε εκφράσεις όπως: μαθαίνεται ο έρωτας έτσι; (Χειρόγρ. Ρωξάνης, σελ. 82). Ο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — έμαθα, μαθεύτηκα, μαθημένος 1. αμτβ., πληροφορούμαι κάτι, διδάσκομαι, αποχτώ πείρα ή γνώση: Έμαθα τα νέα και χάρηκα πολύ. 2. μτβ., παρέχω γνώσεις σε κάποιον, διδάσκω: Μας έμαθε σωστά ελληνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλομαθαίνω — (Μ καλομαθαίνω) συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια νεοελλ. 1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά 2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει») … Dictionary of Greek
πρωτομαθαίνω — Ν 1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω να μαθαίνω κάτι 2. μαθαίνω, πληροφορούμαι κάτι πρώτος … Dictionary of Greek
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek
απομαθαίνω — (AM ἀπομανθάνω, Μ κ. μαθαίνω) λησμονώ κάτι μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι νεοελλ. μαθαίνω πολύ καλά … Dictionary of Greek
δάω — (Α) 1. μαθαίνω 2. γνωρίζω 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, αναζητώ 5. διδάσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δάω είναι άχρηστος ενεστ. τού αορ. εδάην, απαρμφ. δαήναι < (θ.) δα (< ΙΕ *dns , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *dens «διδάσκω, μαθαίνω»), το οποίο στον… … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
επιμανθάνω — ἐπιμανθάνω (Α) [μανθάνω] μαθαίνω επί πλέον ή μαθαίνω κατόπιν («oὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών», Θουκ.) … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek