-
1 очевидец
-
2 очевидец
очевидецм ὁ αὐτόπτης. -
3 очевидец
[ατσιβίντιτς] ουσ. α αυτόπτης -
4 очевидец
[ατσιβίντιτς] ουσ α αυτόπτης -
5 очевидец
-дца α.-дица, -ηβ. ο, η αυτόπτης. -
6 очевидный
επ., -ден, -дна, -дноεμφανής, καταφανής, προφανής, φανερός, ολοφάνερος•-факт ολοφάνερη πράξη•
его право -дно το δίκιο του είναι ολοφάνερο•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας.
-
7 свидетель
-я α. -ница, -ы θ.μάρτυρας•быть -ем чего-л. είμαι μάρτυρας για κάτι•
брать кого в -и παίρνω κάποιον για μάρτυρα•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας•
свидетель со стороны обвинения ή свидетель обвинения μάρτυρας κατηγορίας•
свидетель в пользу обвиняемого ή свидетель защиты μάρτυρας υπεράσπισης•
он приводит в -ли такого-то историка αυτός επικαλείται τη μαρτυρία (τα λεγόμενα) κάποιου ιστορικού•
вскрыть завещание при -ях ανοίγω τη διαθήκη μπροστά σε μάρτυρες•
призвать ή пригласить в -и καλώ για μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία.
|| μτφ. θεατής•эта равнина была -цей многих битв αυτή η πεδιάδα ήταν μάρτυρας πολλών μαχών.
См. также в других словарях:
αὐτόπτης — seeing oneself masc nom sg αὐτοπτέω see with one s own eyes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) αὐτοπτέω see with one s own eyes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόπτης — ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η) αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ (ο) + οπτης < οπ , όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)] … Dictionary of Greek
αυτόπτης — ο αυτός που είδε με τα ίδια του τα μάτια: Ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας είναι ο αυτόπτης και αυτήκοος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτόπται — αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc pl αὐτόπτᾱͅ , αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπτῶν — αὐτόπτης seeing oneself masc gen pl αὐτοπτέω see with one s own eyes pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπταις — αὐτόπτης seeing oneself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτην — αὐτόπτης seeing oneself masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτῃ — αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτα — αὐτόπτᾱ , αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc/acc dual αὐτόπτης seeing oneself masc voc sg αὐτόπτᾱ , αὐτόπτης seeing oneself masc gen sg (doric aeolic) αὐτόπτης seeing oneself masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… … Dictionary of Greek