-
1 αυτοπτης
-
2 αυτόπτης
ο, αυτόπτις (-ιδος), αυτόπτρια η очевидец;αυτόπτης μάρτυρας — свидетель-очевидец
-
3 αὐτόπτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αὐτόπτης
-
4 αυτόπτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αυτόπτης
-
5 αὐτόπτης
очевидец.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐτόπτης
-
6 αυτήκοος
ος, ον слышавший своими ушами;μάρτυς αυτόπτης και αυτήκοος — свидетель-очевидец
-
7 μάρτυρας
[-υς (-υρος)] ο1) свидетель;μάρτυρας κατηγορίας (υπεράσπισης) — свидетель обвинения (защиты);
αυτόπτης μάρτυρας — очевидец;
γίνομαι ακούσιος μάρτυρας — быть невольным свидетелем;
μάρτυρας μονομαχίας — секундант;
2) мученик;αυτή η γυναίκα είναι μάρτυς эта женщина — мученица -
8 845
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 845
См. также в других словарях:
αὐτόπτης — seeing oneself masc nom sg αὐτοπτέω see with one s own eyes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) αὐτοπτέω see with one s own eyes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόπτης — ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η) αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ (ο) + οπτης < οπ , όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)] … Dictionary of Greek
αυτόπτης — ο αυτός που είδε με τα ίδια του τα μάτια: Ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας είναι ο αυτόπτης και αυτήκοος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτόπται — αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc pl αὐτόπτᾱͅ , αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπτῶν — αὐτόπτης seeing oneself masc gen pl αὐτοπτέω see with one s own eyes pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπταις — αὐτόπτης seeing oneself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτην — αὐτόπτης seeing oneself masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτῃ — αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτα — αὐτόπτᾱ , αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc/acc dual αὐτόπτης seeing oneself masc voc sg αὐτόπτᾱ , αὐτόπτης seeing oneself masc gen sg (doric aeolic) αὐτόπτης seeing oneself masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… … Dictionary of Greek