-
1 αυξάνω
[афкеано] р. (μτβ.) увеличивать, прибавлять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αυξάνω
-
2 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
3 увеличивать
увеличиватьнесов1. αὐξάνω, ἐπαυξάνω О-ет.), μεγαλώνω κάτι, μεγεθύνω:\увеличивать производство αὐξάνω τήν παραγωγή· \увеличивать доходы μεγαλώνω τά ἐσοδα· \увеличивать зарплату αὐξάνω τόν μισθό·2. (оптическим прибором) μεγεθύνω:\увеличивать портрет μεγεθύνω τό πορτραίτο. -
4 выпуск
1. (воздуха, газа и т.п.) η εκροή 2. (опорожнение, разгрузка) το άδειασμα 3. (выходное отверстие) η έξοδος, η οπή εξόδου/εκροής 4. (выхлоп) η εξαγωγή 5. (объем производства) η παραγωγή 6. (печатного издания) η έκδοσ/η, η εκτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выпуск
-
5 развить
1. (усилить, увеличить) αναπτύσσω, ενισχύω 2. (довести до какой-л. степени, до какого-л. более высокого уровня) αυξάνω, μεγαλώνω, ανεβάζω (το επίπεδο) 3. (мысль, доводы, идею) αναπτύσσω 4. (скорость) αυξάνω/ανεβάζω (την ταχύτητα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развить
-
6 повысить
-
7 увеличивать
-
8 доводить
доводитьнесов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, ἄγω / συνοδεύω (провожать)·2. (до какого-л. состояния) φέρ(ν)ω, καταντώ, περιάγω, ὀδηγῶ:\доводить до отчаяния φέρ(ν)ω σέ ἀπελπισίαν, φέρ(ν)ω σέ ἀπόγνωση· \доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· \доводить до бешенства κάνω κάποιον Ιξω φρενών, κάνω κάποιον νά λυσσάζει· \доводить до крайности ὀδηγῶ κάποιον στά ἄκρα· \доводить до конца ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρ(ν)ω σέ (είς) πέρας·3. (увеличивать или уменьшать) φέρ(ν)ω ὡς ἕνα σημείο, αὐξάνω ἡ ἐλαττώνω κάτι:\доводить до максимума φέρ(ν)ω στό ἀνώτατο ὀριο, φέρ(ν)ω στόν ἀνωτατον βαθμό· \доводить выработку до... (αυξάνω) τήν παραγωγή ὠς... (μέχρι...)·4. (проводить) ἐκτείνω, ἐπεκτείνω, προεκτείνω:\доводить железную дорогу до побережья ἐκτείνω (или προεκτείνω) τήν σιδηροδρομική γραμμή ὡς τήνἀκτή· ◊ \доводить до сведения καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ· \доводить до сознания καθιστώ κάτι καταληπτό, καθιστώ κάτι νοητό, κάνω νά καταλάβει κάποιος. -
9 повысить
повыситьсов, повышать несов ὑψώνω, ανεβάζω / αὐξάνω, μεγαλώνω (увеличивать):\повысить заработную плату αὐξάνω τους μισθούς, ἀνεβάζω τά ἡμερομίσθια· \повысить цены ὑψώνω τίς τιμές· \повысить жизненный уровень ἀνεβάζω τό βιωτικό ἐπίπεδο· \повысить производительность труда ἀνεβάζω τήν παραγωγικότητα τής δουλειάς· ◊ \повысить голос ὑψώνω τήν φωνή· \повысить по службе προάγω, προβιβάζω. -
10 вывоз
1. (отправка, доставка) η μεταφοράη μετακόμιση2. эк. η εξαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вывоз
-
11 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
12 количество
η ποσότητα, το ποσόν, ο αριθμόςдопустимое эк. - επιτρεπομένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > количество
-
13 множить
1. мат. πολλαπλασιάζω 2. (увеличивать) αυξάνω, πληθαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > множить
-
14 мультиплицировать
(повышать скорость через передачу) πολλαπλασιάζω μέσω του οδοντωτούαυξάνω ταχύτητα μέσω οδοντωτούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мультиплицировать
-
15 набирать
1. полигр. στοιχειοθετώ 2. (собирать) συλλέγω, μαζεύω 3. ав. (высоту) ανυψώνομαικερδίζω/παίρνω ύψος4. (скорость) ανοίγω/αυξάνω (την ταχύτητα) 5. (тлф.) πληκτρολογώ/καλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > набирать
-
16 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
17 наращивать
1. (кабель, канат) επιμηκύνω 2. (протяжённый объект) μεγαλώνω 3. (материал по толщине) μεγαλώνω σε πάχος 4. (мощности) αυξάνω, αναβαθμίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наращивать
-
18 оборот
1. (полный круг при вращении) η περιστροφ/ή, η στροφή... - OB В минуту... - ές ανά λεπτό2. (спутника) η περιστροφή 3. (возврат в процесс) хим. η ανάκτηση, η ανακύκλωση 4. эк. о κύκλος εργασιών 5. (выражение) литер. η έκφρασητο ιδίωμα б.-ы мн. (скорость) οι στροφέςнабирать{}увеличивать{} - αυξάνω τις -сбавлять{}уменьшать{} - μειώνω τις-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оборот
-
19 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
20 повыситься
1. (стать более высоким) (αν)υψώνομαι, ανεβαίνω 2. (усилиться, увеличиться) αυξάνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω 3. (улучшиться) αναβαθμίζομαι, αναπτύσσομαι, βελτιώνομαι, καλυτερεύω 4. (перейти на более ответственную должность) προάγομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повыситься
См. также в других словарях:
αυξάνω — αυξάνω, αύξησα βλ. πίν. 104 Σημειώσεις: αυξάνω : έχει και τη σημασία του αυξάνομαι. Σπάνιος ο τύπος αυξαίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αὐξάνω — increase pres subj act 1st sg αὐξάνω increase pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω ησα, ήθηκα, ημένος 1. ως μτβ., κάνω κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο από ό,τι είναι: Αποφάσισε να αυξήσει τους μισθούς των υπαλλήλων του. 2. ως αμτβ., γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος: Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε πολύ ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
αὖξον — αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (doric) αὐξάνω increase pres part act masc voc sg αὐξάνω increase pres part act neut nom/voc/acc sg αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αὐξάνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξάνεσθε — αὐξάνω increase imperf ind mp 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat mp 2nd pl αὐξάνω increase pres ind mp 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξάνετε — αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat act 2nd pl αὐξάνω increase pres ind act 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξήσω — αὐξάνω increase aor ind mid 2nd sg (doric) αὐξάνω increase aor subj act 1st sg αὐξάνω increase fut ind act 1st sg αὐξάνω increase aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔξανον — αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔξετε — αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat act 2nd pl αὐξάνω increase pres ind act 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξανόμεθα — αὐξάνω increase imperf ind mp 1st pl (doric) αὐξάνω increase pres ind mp 1st pl αὐξάνω increase imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)