Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αυξάνω

  • 61 увеличивать

    [ουβιλίτσιβατ'] ρ αυξάνω

    Русско-эллинский словарь > увеличивать

  • 62 умножать

    [ουμναζάτ'] ρ αυξάνω

    Русско-эллинский словарь > умножать

  • 63 возрасти

    -сту, -стёшь, παρλ. χρ. возрос, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. παλ. βλ. вырасти (1 σημ.).
    2. μεγαλώνω, αυξάνω (κατά μέγεθος, όγκο, δύναμη κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > возрасти

  • 64 вскочить

    -чу, -чишь, ρ.σ.
    1. πηδώ, αναπηδώ, πετιέμαι επάνω•

    вскочить на коня ανεβαίνω καβάλα στο άλογο πηδηχτά, καβαλικεύω πηδηχτά.

    2. τινάζομαι επάνω, σηκώνομαι απότομα, πετάγομαι επάνω•

    вскочить от испуга πετάγομαι επάνω από το φόβο.

    3. μτφ• μεγαλώνω, αυξάνω γρήγορα, ξεπετάγομαι•

    шишка -ла на лбу εξόγκωμα βγήκε στο μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > вскочить

  • 65 нарастить

    -ращу, -растишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наращённый, βρ: -щён, -щена, -о ρ.σ.
    1. μεγαλώνω, αυξάνω, αναπτύσσω.
    2. μακραίνω, επιμηκύνω• αβγατίζω•

    нарастить водопроводную трубу αβγατίζω τον υδροσωλήνα.

    3. (με ποσοτική σημ.) καλλιεργώ, φυτεύω•

    нарастить много овошей καλλιεργώ πολλά λαχανικά.

    4. μαζεύω, αποταμιεύω, συγκεντρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > нарастить

  • 66 наращивать

    ρ.δ.
    βλ. нарастить.
    αυξάνω, -ομαι•

    -ются темпы производства αυξάνουν οι ρυθμοί παραγωγής.

    Большой русско-греческий словарь > наращивать

  • 67 поддать

    ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).
    2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.
    3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.
    4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.
    εκφρ.
    поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.
    ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•

    поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•

    не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•

    его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•

    не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•

    поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.

    Большой русско-греческий словарь > поддать

  • 68 умножить

    -жу, -жишь ρ.σ.
    (μαθ.) πολλαπλασιαζω. || αυξάνω, πληθύνω.
    πληθύνομαι, αυξάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > умножить

См. также в других словарях:

  • αυξάνω — αυξάνω, αύξησα βλ. πίν. 104 Σημειώσεις: αυξάνω : έχει και τη σημασία του αυξάνομαι. Σπάνιος ο τύπος αυξαίνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αὐξάνω — increase pres subj act 1st sg αὐξάνω increase pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω ησα, ήθηκα, ημένος 1. ως μτβ., κάνω κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο από ό,τι είναι: Αποφάσισε να αυξήσει τους μισθούς των υπαλλήλων του. 2. ως αμτβ., γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος: Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε πολύ ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • αὖξον — αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (doric) αὐξάνω increase pres part act masc voc sg αὐξάνω increase pres part act neut nom/voc/acc sg αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αὐξάνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξάνεσθε — αὐξάνω increase imperf ind mp 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat mp 2nd pl αὐξάνω increase pres ind mp 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξάνετε — αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat act 2nd pl αὐξάνω increase pres ind act 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξήσω — αὐξάνω increase aor ind mid 2nd sg (doric) αὐξάνω increase aor subj act 1st sg αὐξάνω increase fut ind act 1st sg αὐξάνω increase aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔξανον — αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (doric) αὐξάνω increase imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αὐξάνω increase imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔξετε — αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (doric) αὐξάνω increase pres imperat act 2nd pl αὐξάνω increase pres ind act 2nd pl αὐξάνω increase imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξανόμεθα — αὐξάνω increase imperf ind mp 1st pl (doric) αὐξάνω increase pres ind mp 1st pl αὐξάνω increase imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»