-
1 ατημέλητος
-
2 ἀτημέλητος
-
3 ατημελητος
-
4 ατημέλητος
η, ο [ος, ον ]1) небрежный, неаккуратный, неряшливый; неопрятный; 2) (в) неглиже -
5 ἀτημέλητος
ἀτημέλ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτημέλητος
-
6 ἀτημέλητος
-
7 ατημέλητος
1) scruffy2) slovenlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ατημέλητος
-
8 slovenly
ατημέλητος -
9 небрежный
небрежный αμελής* ακατάστατος, ατημέλητος (неряшливый)* * *αμελής; ακατάστατος, ατημέλητος ( неряшливый) -
10 ατημελήτως
-
11 ἀτημελήτως
-
12 ατημέλητον
-
13 ἀτημέλητον
-
14 неаккуратностьый
неаккуратность||ыйприл1. (неточный) μή ταχτικός, ἀκατάστατος·2. (небрежный) ἀμελής, τσαπατσούλικος / ἀτημέλητος, ἀπεριποίητος (об одежде). -
15 небрежный
небрежныйприл1. ἀμελής, τσαπατσούλικος, ἀφρόντιστος / ἀκατάστατος, ἀτημέλητος (в одежде):\небрежныйая работа ἡ τσαπατσούλικη δουλειά· \небрежныйый стиль τό ἀκατάστατο στυλ·2. (безразличный) ἀδιάφορος:с \небрежныйым видом μέ ἀδιάφορο ὕφος. -
16 неопрятностьый
неопрятность||ыйприл ἀκατάστατος, ἀσυγύ-ριστος, ἀτημέλητος / ἀκάθαρτος, βρώμικος (грязный):\неопрятностьыйый вид ἀτημέλητο παρουσιαστικό· \неопрятностьыйая одежда τά βρώμικα ροῦ-χα· \неопрятностьыйая тетрадь τό ἀκατάστατο τετράδιο. -
17 неряшливый
неряшливыйприл1. (неопрятный) ἀτημέλητος, ἀπεριποίητος / ἀκάθαρτος, βρώμικος (преимущественно об одежде, виде)/ τσαπατσούλης (о человеке)·2. (небрежный) τσαπατσούλικος:\неряшливыйшливая работа ἡ τσαπατσούλικη δουλειά. -
18 ατημελήτοις
-
19 ἀτημελήτοις
-
20 ατημελήτου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτημέλητος — unheeded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατημέλητος — η, ο (AM ἀτημέλητος, ον) [τημελώ] μσν. νεοελλ. αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος αρχ. 1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς 2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος 3. νωθρός, αδιάφορος … Dictionary of Greek
ατημέλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φροντίζει την εμφάνισή του, ασυγύριστος: Την περίμενε λίγο να συγυριστεί, γιατί τη βρήκε ατημέλητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτημελήτως — ἀτημέλητος unheeded adverbial ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημέλητον — ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc sg ἀτημέλητος unheeded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημελήτοις — ἀτημέλητος unheeded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημελήτου — ἀτημέλητος unheeded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημελήτους — ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημέλητα — ἀτημέλητος unheeded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημέλητοι — ἀτημέλητος unheeded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεγκλιζέ — (άκλ. επίθ.) ατημέλητος, απεριποίητος, ασυγύριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. neglige, «παραμελημένος, ατημέλητος», μτχ. τού ρ. negliger] … Dictionary of Greek