-
1 ακατάστατος
-
2 ἀκατάστατος
-
3 ακαταστατος
2непостоянный, неустойчивый, изменчивый(ὥσπερ ἐν θαλάττῃ πνεῦμα Dem.; πνεύματα Arst.; μειράκιον Polyb.; ἐπιθυμία Plut.)
-
4 ἀκατάστατος
ἀκατάστατος, ον (Hippocr. et al.; Polyb. 7, 4, 6; Plut., Mor. 437d; IDefixAudollent 4b, 12; SibOr 1, 164; Is 54:11 LXX; Gen 4:12 and La 4:14 Sym.; TestJob 36:3f) unstable, restless, of vacillating persons ἀ. ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ one who is unstable in all actions Js 1:8. Of the tongue ἀ. κακόν a restless evil 3:8 (v.l. ἀκατάσχετον). Of slander personified ἀκατάστατον δαιμόνιον a restless demon Hm 2:3.—M-M. TW. -
5 ἀκατάστατος
{прил., 1}непостоянный, неустойчивый, нетвердый, шаткий, изменчивый (Иак. 1:8).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκατάστατος
-
6 ακατάστατος
{прил., 1}непостоянный, неустойчивый, нетвердый, шаткий, изменчивый (Иак. 1:8).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακατάστατος
-
7 ακατάστατος
-
8 ἀκατάστατος
непостоянный, неустойчивый, нетвердый, шаткий, изменчивый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκατάστατος
-
9 ἀκατάστατος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκατάστατος
-
10 ακατάστατος
[акатастатос] εκ. неустойчивый, беспорядочный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακατάστατος
-
11 ἀκατάστατος
-
12 ακατάστατος
[акатастатос] επ неустойчивый, беспорядочный. -
13 ἀκατάστατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάστατος
-
14 ἀκατάστατος
ἀ-κατά-στατος, unstät, unruhig -
15 ακατάστατος
1) brouillon2) désordonné3) instable -
16 ακατάστατος
nieporządny przym. -
17 ακατάστατος
1) nepořádný2) neuspořádaný3) rozháraný -
18 ακατάστατος
1) disorderly2) messy3) shabby4) untidyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακατάστατος
-
19 désordonné
ακατάστατος -
20 instable
ακατάστατος
См. также в других словарях:
ἀκατάστατος — unstable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα … Dictionary of Greek
ακατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τάξη: Σ όλα του είναι ακατάστατος. 2. (για τον καιρό), ασταθής, αβέβαιος: Αυτές τις μέρες ο καιρός ήταν ακατάστατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταστάτως — ἀκατάστατος unstable adverbial ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάστατον — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc sg ἀκατάστατος unstable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτοις — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτοισιν — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτου — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτους — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτων — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτῳ — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)