-
1 ασχολούμαι
(ε) μετ. заниматься (чём-л.), работать (над чём-л.);ασχολούμαι με τα σπορ — заниматься спортом
-
2 αγώνισμα
το вид спорта;τα αγώνίσματα — спортивные игры;
ασχολούμαι με πολλά αγώνίσματα — заниматься многими видами спорта
-
3 νοικοκυριό
το хозяйство; домашнее хозяйство;αγροτικό νοικοκυριό — крестьянское хозяйство;
αποχτάω ( — или κάνω) νοικοκυριό — обзаводиться хозяйством;
ασχολούμαι με το νοικοκυριό — заниматься хозяйством, хозяйничать, хлопотать по дому;
δεν κάνει αυτή γιά νοικοκυριό — она плохая хозяйка
-
4 οικιακός
η, ό[ν] 1. домашний, относящийся к дому, домашнему хозяйству;οικιακήοίκονομία — домашнее хозяйство;
οικιακά σκεύη — домашняя утварь;
2.:τα οικιακά — домашние дела, домашнее хозяйство;
η τα οικιακά μετερχομένη ( — или επαγγελλομένη) έργα — домашняя хозяйка, домохозяйка;
ασχολούμαι με τα οικιακά — заниматься домашними делами, быть домохозяйкой
-
5 παγοδρομία
η катание на коньках; конькобежный спорт;ασχολούμαι με την παγοδρομία — кататься на коньках; — заниматься конькобежным спортом
-
6 περί
πρόθ. I με γεν. о, об; относительно;ομιλώ περί ηθικής — говорить о морали;
δεν αμφιβάλλω περί της είλικρινείας του — я не сомневаюсь в его искренности;
§ περί πολλού τον ποιούμαι — или τον έχω περί πολλού — а) я его очень уважаю; — я с ним очень считаюсь; — б) я очень о нём забочусь;
II με αιτιατ.1) вокруг, около;περί τον άξονα — вокруг оси;
οι περί αυτόν его последователи, сторонники, приближённые;2) (при обознач, области, сферы проявления чего-л.):ασχολούμαι περί την μουσική ν — заниматься музыкой;
ικανός περί τα τοιαύτα — в этой области он человек способный;
3) около, приблизительно, почти;ήλθε περί τα μεσάνυχτα — он пришёл около полуночи;
-' τάς χιλίας δραχμάς около тысячи драхм
См. также в других словарях:
ασχολούμαι — ασχολούμαι, ασχολήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. ασχολιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασχολούμαι — (Α ἀσχολοῡμαι, έομαι) [άσχολος] είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι … Dictionary of Greek
ασχολούμαι — ήθηκα, (απ)ασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι, εργάζομαι: Τώρα ασχολείται μονάχα με τον κήπο μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσχολοῦμαι — ἀσχολέω engage pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρώ — ασχολούμαι με τη γεωμετρία, είμαι γεωμέτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθογραφώ — ασχολούμαι με την ηθογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθολογώ — ασχολούμαι με την ηθολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπραγμονώ — ασχολούμαι με πολλές ή ξένες υποθέσεις: Μην πολυπραγμονείς, γιατί εκτίθεσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπραγμονώ — πολυπραγμονῶ, έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων] 1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος 2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από… … Dictionary of Greek
φιλολογώ — φιλολογῶ, έω, ΝΑ [φιλόλογος] νεοελλ. 1. ασχολούμαι με τη φιλολογία, ιδίως την κλασική 2. ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, κυρίως ερασιτεχνικά αρχ. 1. μού αρέσει να ασχολούμαι με τα γράμματα, με τη μάθηση 2. μελετώ τους συγγραφείς 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)