-
1 sûr
ασφαλής -
2 bezpečný
ασφαλής -
3 zajištěný
ασφαλής -
4 zaručený
ασφαλής -
5 bezpieczny
ασφαλής -
6 безопасный
ασφαλής, ακίνδυνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безопасный
-
7 безопасный
-
8 верный
верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή* * *1) ( преданный) πιστός, έμπιστοςве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι
2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)ве́рное реше́ние — η ορθή λύση
3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστοςиз ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή
-
9 крепкий
крепкий ασφαλής (прочный)' γερός, δυνατός (сильный) ◇ \крепкий сон о βαρύς ύπνος* * *••кре́пкий сон — ρ βαρύς ύπνος
-
10 надёжный
-
11 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
12 safe
I 1. [seif] adjective1) ((negative unsafe) protected, or free (from danger etc): The children are safe from danger in the garden.) ασφαλής2) (providing good protection: You should keep your money in a safe place.) ασφαλής3) (unharmed: The missing child has been found safe and well.) σώος4) (not likely to cause harm: These pills are safe for children.) ακίνδυνος5) ((of a person) reliable: a safe driver; He's a very fast driver but he's safe enough.) αξιόπιστος•- safeness- safely
- safety
- safeguard 2. verb(to protect: Put a good lock on your door to safeguard your property.) προστατεύω,διασφαλίζω- safety lamp
- safety measures
- safety-pin
- safety valve
- be on the safe side
- safe and sound II [seif] noun(a heavy metal chest or box in which money etc can be locked away safely: There is a small safe hidden behind that picture on the wall.) χρηματοκιβώτιο -
13 Firm
adj.Firmly fixed: P. and V. βέβαιος, ἀσφαλής, V. ἔμπεδος.Trustworthy: P. and V. πιστός, βέβαιος, φερέγγυος (Thuc. but rare P.), ἐχέγγυος (Thuc. but rare P.), ἀσφαλής.Steadfast: P. and V. καρτερός, ἀκίνητος, P. μόνιμος, V. ἔμπεδος.Of consistency: P. and V. πυκνός, P. εὐπαγής.Obstinate: P. and V. ἀυθάδης.In order to get a firm footing in the mud: P. ἀσφαλείας ἕνεκα τῆς πρὸς τὸν πηλόν (Thuc. 3, 22).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Firm
-
14 Safe
adj.P. and V. σῶς.Safe and sound: P. σῶς καὶ ὑγιής (Thuc. 3, 34).Unharmed: P. and V. ἀσφαλής.Free from risk: P. ἀκίνδυνος.Trustworthy: P. and V. πιστός, ἀσφαλής, ἐχέγγυος (Thuc. but rare P.), βέβαιος, φερέγγυος (Thuc. but rare P.), P. ἀξιόπιστος.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Safe
-
15 Secure
v. trans.Render safe: P. βεβαιοῦν.Secure for oneself: P. βεβαιοῦσθαι.Strengthen: P. κρατύνειν.Fix: P. and V. πηγνύναι.Make fast: see Bind.Make firm: P. and V. ἐμπεδοῦν (Plat. but rare P.).Secure as helper: P. and V. προσλαμβάνειν. P. and V. παρέχειν (τί τινι), P. παρασκευάζειν (τί τινι), περιποιεῖν (τί τινι).Secure a person an opportunity: P. ἐξουσίαν τινὶ παρασκευάζειν.This service secured you the victory over the Æginetans: P. ἡ εὐεργεσία αὕτη... πάρεσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν ἐπικράτησιν (Thuc. 1, 41).Secure the independence of the rest: P. τῶν ἄλλων μετελθεῖν τὴν ἐλευθερίαν (Thuc. 1, 124).Trusting to the hoplites on deck to secure them the victory: P. πιστεύοντες τοῖς ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ὁπλίταις εἰς τὴν νίκην (Thuc. 1, 49).Having secured the opening of the gates long before: P. ἐκ πολλοῦ τεθεραπευκότες τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν (Thuc. 4, 67).——————adj.P. and V. βέβαιος, ἀσφαλής.Free from risk: P. ἀκίνδυνος.Safe: P. and V. σῶς.Trustworthy: P. and V. πιστός, ἀσφαλής, βέβαιος, ἐχέγγυος (Thuc. but rare P.), φερέγγυος (Thuc. but rare P.).Free from fear: V. ἕκηλος.Firm: V. ἐμπεδος; see Firm.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Secure
-
16 Stable
adj.Steadfast: P. and V. καρτερός, P. μόνιμος.Trustworthy: P. and V. πιστός, ἀσφαλής, βέβαιος, ἐχέγγυος (Thuc. but rare P.), φερέγγυος (Thuc. but rare P.).——————subs.V. σταθμός, ὁ, ἱππόστασις, ἡ, μάνδρα, ἡ (Soph., frag.); see Stall.Crib: P. and V. φάτνη, ἡ.——————v. trans.Take and stable these steeds: V. τούσδʼ ὄχους... φάτναις ἄγοντες πρόσθετε (Eur., El. 1135).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stable
-
17 концентрация
1. (величина, выражающая относительное количество компонентов в чём-л.) η συγκέντρωση 2. (увеличение содержания относительного количества вещества в чём-л.) η συμπύκνωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концентрация
-
18 надёжный
αξιόπιστοςασφαλήςσταθερόςσίγουροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надёжный
-
19 безопасный
безопасн||ыйприл ἀσφαλής, ἀκίνδυνος. -
20 надежный
надежн||ыйприл στερεός, σταθερός (солидный, прочный)! σίγουρος, πιστός, ἀξιόπιστος (верный)! ἀσφαλής (безопасный):\надежныйые войска τά πιστά στρατεύματα· \надежныйый фундамент τό στερεό θεμέλιο· \надежныйный помощи́ик ὁ πιστός βοηθός· \надежныйый друг ὁ Εμπιστος φίλος· \надежныйая опора τό σταθερό στήριγμα· в \надежныйом месте ἐν ἀσφαλεία, σέ σίγουρο μέρος.
См. также в других словарях:
ἀσφαλής — not liable to fall masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς … Dictionary of Greek
ασφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ασάλευτος, σταθερός, ατράνταχτος, σίγουρος: Η θεμελίωση του κτιρίου δε φαίνεται πολύ ασφαλής. 2. ορθός, ακριβής, βέβαιος, αλάθευτος: Τα συμπεράσματα στα οποία έφθασες δεν μπορούν να θεωρηθούν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφαλῆ — ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλέστερον — ἀσφαλής not liable to fall adverbial comp ἀσφαλής not liable to fall masc acc comp sg ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεστάτων — ἀσφαλής not liable to fall fem gen superl pl ἀσφαλής not liable to fall masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεστέραις — ἀσφαλής not liable to fall fem dat comp pl ἀσφαλεστέρᾱͅς , ἀσφαλής not liable to fall fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεστέρων — ἀσφαλής not liable to fall fem gen comp pl ἀσφαλής not liable to fall masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεστέρως — ἀσφαλής not liable to fall masc acc comp pl (doric) ἀσφαλής not liable to fall comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεῖ — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεῖς — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem acc pl ἀσφαλής not liable to fall masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)