-
1 позже
I позже (сравн. ст. от поздно) αργότερα· он пришёл \позже всех ήρθε αργότερα απ' όλους II позже αυτό μπορεί να γίνει αργότερα' если \позже αν είναι δυνατό· как \позже скорее όσο μπορεί πιο γρήγορα* * *сравн. ст. от поздноон пришёл по́зже всех — ήρθε αργότερα απ'όλους
-
2 впоследствии
-
3 после
после 1. нареч. κατόπιν, ύστερα, έπειτα· об этом мы поговорим \после γι* αυτό θα μιλήσουμε αργότερα 2. предлог ύστερα από, μετά· \после обеда το απόγευμα· \после лекция μετά τη διάλεξη· \после всех ύστερα απ* όλους* * *1. нареч.κατόπιν, ύστερα, έπειτα2. предлогоб э́том мы поговори́м по́сле — γι; 'αυτό θα μιλήσουμε αργότερα
ύστερα από, μετάпо́сле обе́да — το απόγευμα
по́сле ле́кции — μετά τη διάλεξη
по́сле всех — ύστερα απ' όλους
-
4 позже
позже(сравнит, ст. от поздно) ἀργότερα, ὑστερώτερα, ὕστερα, πιό ἀργά:не \позже чем... ὄχι ἀργοτερα ἀπό... -
5 поже
επίρ.αργότερα• μετά•по поже παραΰστερα, λίγο αργότερα.
-
6 отодвинуть
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отодвинуть
-
7 можно
можно επιτρέπεται, είναι δυνατό* \можно войти? επιτρέπεται να μπω; это \можно сделать* * *επιτρέπεται, είναι δυνατόмо́жно войти́? — επιτρέπεται να μπω
э́то мо́жно сде́лать по́зже — αυτό μπορεί να γίνει αργότερα
е́сли мо́жно — αν είναι δυνατό
как мо́жно скоре́е — όσο μπορεί πιο γρήγορα
-
8 впоследствии
впоследствиинареч ἐν συνεχεία, ἀργότερα, ὕστερα, κατόπιν. -
9 далее
далеенареч1. παραπέρα, παρακάτω, περαιτέρω·2. (затем) ἀργότερα, Επειτα, σέ συνέχεια, ὑστερα· ◊ не \далее как вчера χθες ἀκόμα, μόλις χθές· и так \далее (и т. д.) καί τά λοιπά (κ.λ.π.). -
10 после
после1. нареч ὕστερα, ἀργότερα:э́то можно сделать \после αὐτό μπορεί νά γίνει ὑστερα·2. предлог с род. ή. μετά, κατόπιν:\после ужина μετά τό δείπνο· \после чего́ ὕστερα ἀπ· αὐτό, καί ὕστερα, καί μετά· \после того́ как... ὑστερα ἀπό... -
11 потом
потомнареч μετά, ἐπειτα, δστερα, κατόπιν (после) / ἀργότερα (позже):\потом увидим μετά βλέπουμε. -
12 after
1. preposition1) (later in time or place than: After the car came a bus.) μετά (από)2) (following (often indicating repetition): one thing after another; night after night.) κατόπιν3) (behind: Shut the door after you!) πίσω4) (in search or pursuit of: He ran after the bus.) πίσω από, ξωπίσω, στο κατόπι5) (considering: After all I've done you'd think he'd thank me; It's sad to fail after all that work.) ύστερα από, δεδομένου6) ((American: in telling the time) past: It's a quarter after ten.) και (για την ώρα)2. adverb(later in time or place: They arrived soon after.) αργότερα3. conjunction(later than the time when: After she died we moved house twice.) αφού- afterthought
- afterwards
- after all
- be after -
13 later on
(at a later time: He hasn't arrived yet but no doubt he'll be here later on.) αργότερα -
14 subsequently
adverb (afterwards: He escaped from prison but was subsequently recaptured.) κατόπιν,αργότερα -
15 впоследствии
επίρ.ακολούθως, κατοπινά, μετέπειτα, μεταγενέστερα, αργότερα. -
16 задний
-яя, -ееεπ.πισινός, οπίσθιος•-двор οπισθαύλιο•
-яя дверь πισόπορτα•
-ее колесо πισινός τροχός•
задний проход πρωκτός•
-карман κωλοτσέπη•
задний ход η προς τα πίσω κίνηση.
εκφρ.- яя мысль – υστεροβουλία•- им умом крепок – στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα•- им числом – α) προχρονολογώ (επιστολή κ.τ.τ.), β) αργότερα, βραδύτερα•без -их ног – μου κόπηκαν τα γόνατα (από την κούραση)•подумать -им умом – σκέφτομαι κάτι κατόπιν εορτής (παράκαιρα). -
17 отдалить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдаленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. απομακρύνω, (ξε)μακραίνω•отдалить лупу от предмета απομακρύνω το φακό από το αντικείμενο.
2. αναβάλλω για αργότερα μετατοπίζω, μεταφέρω, μεταθέτω..3. κρατώ σε απόσταση, μακριά. || αποξενώνω απομονώνω.απομακρύνομαι, αλαργεύω, (ξε)μακραίνω•лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή•
-от темы разговора ξεφεύγω από το θέμα της συνομιλίας.
|| αποξενώνομαι απομονώνομαι•-от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.
-
18 позже
επίρ.συγκρ. βαθμού του επίρ. поздно αργότερα, παραΰστερα.
См. также в других словарях:
ἀργοτέρα — ἀργοτέρᾱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc comp dual ἀργοτέρᾱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱ , ἀργός 2 not working the ground fem nom/voc/acc comp dual ἀ̱ργοτέρᾱ , ἀργός 2 not working the ground fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργοτέρᾳ — ἀργοτέρᾱͅ , ἀργός 1 shining fem dat comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱͅ , ἀργός 2 not working the ground fem dat comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱͅ , ἀργός 2 not working the ground fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργότερα — βλ. αργά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργότερα — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc comp pl ἀ̱ργότερα , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc comp pl ἀ̱ργότερα , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργοτέρας — ἀργοτέρᾱς , ἀργός 1 shining fem acc comp pl ἀργοτέρᾱς , ἀργός 1 shining fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱς , ἀργός 2 not working the ground fem acc comp pl ἀ̱ργοτέρᾱς , ἀργός 2 not working the ground fem gen comp sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργοτέραν — ἀργοτέρᾱν , ἀργός 1 shining fem acc comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱν , ἀργός 2 not working the ground fem acc comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱν , ἀργός 2 not working the ground fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek