-
1 αποτελώ
(ε) (αόρ. απετέλεσα и αποτέλεσα) μετ.1) составлять, образовывать; 2) представлять собой, являться;αποτελούμαι — состоять, включать;
§ αποτελώ εξαίρεση — быть исключением
-
2 ἀποτελῶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποτελῶ
-
3 ένδειξη
[-ις (-εως)] η1) знак, признак; примета;σ' ένδειξη Φιλίας — в знак дружбы;
εις ένδειξιν εκτιμήσεως — в знак уважения;
αποτελώ ένδειξη — служить признаком;
2) юр. презумпция, вероятное предположение;υπάρχουν ένδειξεις ενοχής τού κατηγορουμένου, αλλ' όχι και αποδείξεις — имеются предположения виновности обвиняемого, а не доказательства;
3) показание (измерительного прибора);4) мед. показание; 5) воен, врачебное заключение о госпитализации или о направлении на медицинскую комиссию для освидетельствования; -
4 κριτήριο(ν)
τό1) критерий;αποτελώ κριτήριο(ν) — служить критерием;
2) обл πλ. пытки, истязания, 3) уст. суд; здание суда -
5 κριτήριο(ν)
τό1) критерий;αποτελώ κριτήριο(ν) — служить критерием;
2) обл πλ. пытки, истязания, 3) уст. суд; здание суда -
6 σταθμός
ο1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;
ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;
ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;
τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;
σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;
σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;
σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;
σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;
2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;
αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);
3) остановка; стоянка;κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;
4) воен, этап;§ βρεφικός σταθμός — детские ясли
См. также в других словарях:
αποτελώ — αποτελώ, αποτέλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποτελώ — (AM ἀποτελῶ, έω) μσν. νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ, απαρτίζω σύνολο νεοελλ. είμαι, θεωρούμαι αρχ. 1. αποτελειώνω 2. εκτελώ κάτι που πρέπει να κάνω 3. προβλέπω, προλέγω 4. ικανοποιώ (τις επιθυμίες μου) … Dictionary of Greek
αποτελώ — εσα, έστηκα, τελεσμένος 1. απαρτίζω, σχηματίζω με άλλους ένα σύνολο, είμαι μέρος ενός συνόλου: Την επιτροπή την αποτελούσαν πρόσωπα έντιμα, αξιοσέβαστα. 2. είμαι, θεωρούμαι: Δεν ήθελε η περίπτωση η δική του να αποτελέσει εξαίρεση. 3. το μέσ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτελῶ — ἀποτελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποτελέω bring to an end pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποτελέω bring to an end fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἀποτελέω bring to an end pres subj act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ. γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ… … Dictionary of Greek
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αναποτέλεστος — ἀναποτέλεστος, ον (Μ) [ἀποτελῶ] αυτός που δεν συντελέστηκε, ατέλειωτος, ασυμπλήρωτος … Dictionary of Greek
αντιφράσσω — ἀντιφράσσω κ. ττω (Α) 1. φράζω, εμποδίζω, αποτελώ φραγμό 2. φράζω γύρω περιφράζω 3. (για ουράνια σώματα) εισέρχομαι στην πορεία άλλου, παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στις ακτίνες του ήλιου … Dictionary of Greek
αποτέλεσμα — το (AM ἀποτέλεσμα) [αποτελώ] 1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης 2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα αρχ. 1. αποτελείωση, συμπλήρωση 2. γεγονός, συμβάν 3. συμπέρασμα, πόρισμα 4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη … Dictionary of Greek
αποτελεστικός — ἀποτελεστικός, ή, όν (Α) [αποτελώ] 1. αυτός που εκτελεί κάτι 2. τελειωτικός 3. αστρολ. ο αποτελεσματικός* 4. γραμμ. (για τους συνδέσμους) ο τελικός … Dictionary of Greek