Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποξω

См. также в других словарях:

  • απόξω — βλ. απέξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απέξω — και απόξω επίρρ. τοπ. 1. έξω: Του τα πε απόξω απόξω. 2. από το εξωτερικό: Αυτά τα πράγματα τα χουν φέρει απέξω. 3. από μνήμης: Ξέρει το μάθημα απόξω κι ανακατωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απέξω — κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ. 1. έξω από 2. από το έξω μέρος νεοελλ. 1. από το εξωτερικό 2. από μνήμης, από στήθους μσν. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ έξω, απ όξω (< φρ. απ έξω με προληπτική αφομοίωση του ε )] …   Dictionary of Greek

  • τεντώνω — Ν [τέντα] 1. τείνω, διατείνω, τανύω («τεντώνω το σχοινί») 2. εκτείνω κάτι απλώνω, τσιτώνω («τεντώνω το πανί») 3. (σχετικά με πόρτα ή παράθυρο) ανοίγω διάπλατα 4. (αμτβ.) (στον Ερωτόκρ.) κατασκηνώνω («τεντώνει απόξω στα τειχιά, τη χώρα φοβερίζει») …   Dictionary of Greek

  • χορός — ο 1. σύνολο ρυθμικών κινήσεων των ποδιών και του σώματος που εκτελούνται για διασκέδαση. 2. ομάδα ανθρώπων που τραγουδούν και χορεύουν συνάμα ή τραγουδούν μόνο ή χορεύουν μόνο. 3. στην εκκλησιαστική γλώσσα, ομάδα ανθρώπων που ψέλνουν μαζί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»