-
1 απόξω
απ' όξω επίρρ.1) снаружи, извне; 2) наизусть -
2 κλείνω
(αόρ. έκλεισα, αόρ. (ε)κλείστηκα и εκλείσθην, μετχ. πρκ. (κε)κλεισμένος) 1. μετ.1) закрывать (что-л, открытое); затворить, запирать (дверь, окно и т. п.); 2) затыкать, заделывать (дыру); 3) закрывать, сжимать, смыкать (рот, глаза); 4) закрывать, выключать (свет, воду, газ и т. п.); 5) перекрывать (дорогу и т. п.); τα χιόνια έχουν κλείσει τό χωριό снегопад отрезал деревню от мира; 6) перен. закрывать; ликвидировать; прекращать, заканчивать;κλείνω μαγαζί (εργοστάσιο) — закрывать магазин (предприятие);
κλείνω τό λογαριασμό — закрывать счёт (в банке и т. п.);
κλείν την συζήτηση — закончить дискуссию;
7) договариваться (о чём-л.); заключать (мир и т. п.);κλείν συμφωνία — заключать договор;
κλείνω ραντεβού — договариваться о свидании;
8) помещать (куда-л.); запирать (где-л.); заключать, заточать (в тюрьму);κλείσε τη γούνα στη ντουλάπα повесь шубу в шкаф; τον έκλεισαν στη φυλακή его заключили в тюрьму, под стражу;κλείνω στο φρενοκομείο — поместить в психиатрическую больницу;
§ κλείνω τα μάτια μου — умирать;
κλείνω τό μάτι — подмаргивать;
του κλείνω το στόμα — затыкать кому-л. рот, заставлять замолчать;
του έκλεισα την πόρτα μου закрыть перед кем-л. дверь своего дома, перестать принимать кого-л. у себя;κλείνω την παρένθεση (τα εισαγωγικά) — закрывать скобки (кавычки);
κλείνω εξω ( — или όξω, απόξω) — оставить на улице (кого-л.);
δεν έκλεισα μάτι я не сомкнул глаз, я совсем не спал;2. αμετ. 1) закрываться, запираться;η πόρτα κλείνει με συρτή — дверь запирается на засов;
κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα — глаза закрываются от желания спать;
2) закрываться, ликвидироваться;έκλεισε το θέατρο театр закрылся; 3) исполняться (о времени);κλείνουν πέντε χρόνια από τότε πού... — исполнилось пять лет с тех пор как...;
4) заключаться (о договоре и т. п.);§ έκλεισε η πληγή рана зарубцевалась; ξκλεισε η φωνή μου (или ο λαιμός μου) голос у меня сел, я охрип; σήμεροι το δολλάριο στο χρηματιστήριο εκ- λεισε στα τριακόσια сегодня на бирже курс доллара подскочил до трёхсот
См. также в других словарях:
απόξω — βλ. απέξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απέξω — και απόξω επίρρ. τοπ. 1. έξω: Του τα πε απόξω απόξω. 2. από το εξωτερικό: Αυτά τα πράγματα τα χουν φέρει απέξω. 3. από μνήμης: Ξέρει το μάθημα απόξω κι ανακατωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απέξω — κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ. 1. έξω από 2. από το έξω μέρος νεοελλ. 1. από το εξωτερικό 2. από μνήμης, από στήθους μσν. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ έξω, απ όξω (< φρ. απ έξω με προληπτική αφομοίωση του ε )] … Dictionary of Greek
τεντώνω — Ν [τέντα] 1. τείνω, διατείνω, τανύω («τεντώνω το σχοινί») 2. εκτείνω κάτι απλώνω, τσιτώνω («τεντώνω το πανί») 3. (σχετικά με πόρτα ή παράθυρο) ανοίγω διάπλατα 4. (αμτβ.) (στον Ερωτόκρ.) κατασκηνώνω («τεντώνει απόξω στα τειχιά, τη χώρα φοβερίζει») … Dictionary of Greek
χορός — ο 1. σύνολο ρυθμικών κινήσεων των ποδιών και του σώματος που εκτελούνται για διασκέδαση. 2. ομάδα ανθρώπων που τραγουδούν και χορεύουν συνάμα ή τραγουδούν μόνο ή χορεύουν μόνο. 3. στην εκκλησιαστική γλώσσα, ομάδα ανθρώπων που ψέλνουν μαζί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)