-
1 αποξηραινω
-
2 αποξηραίνω
(αόρ. αποξήρανα) μετ.1) высушивать, засушивать; 2) осушать (болота и т. п.); 3) иссушать;αποξηραίνομαι — высыхать; — осушаться
-
3 αποξηραίνω
[апоксирэно] р. высушивать, осушать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποξηραίνω
-
4 αποξηραίνω
[апоксирэно] ρ высушивать, осушать. -
5 αποξεραίνω
(αόρ. αποξέρανα, παθ. αόρ. αποξεράθηκα) см. αποξηραίνω;1) — засыхать;αποξεραίνομαι
2) перен. застыть на месте
См. также в других словарях:
αποξηραίνω — αποξηραίνω, αποξήρανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποξηραίνω — και αποξεραίνω ανα, άθηκα, ξεραμένος 1. ξεραίνω εντελώς: Αποξέραναν τους βαλτότοπους και τους έκαναν τα καλύτερα χτήματα. 2. μένω κατάπληκτος: Καθώς δεν περίμενε να με δει, μόλις μ αντίκρισε αποξεράθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποξηραίνω — κ. ξεραίνω (AM ἀποξηραίνω) 1. ξεραίνω κάτι εντελώς 2. (για λίμνες, έλη κ.λπ.) αποστραγγίζω μσν. νεοελλ. αφήνω κάτι εντελώς ξερό, χωρίς ζωή αρχ. αφανίζω … Dictionary of Greek
ἀπεξηρασμέναι — ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc pl ἀπεξηρασμένᾱͅ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) ἀπεξηρᾱσμέναι , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc pl ἀπεξηρᾱσμένᾱͅ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεξηρασμένον — ἀποξηραίνω dry up perf part mp masc acc sg ἀποξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc sg ἀπεξηρᾱσμένον , ἀποξηραίνω dry up perf part mp masc acc sg ἀπεξηρᾱσμένον , ἀποξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεξήρανται — ἀποξηραίνω dry up perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἀποξηραίνω dry up perf ind mp 3rd sg ἀπεξήρᾱνται , ἀποξηραίνω dry up perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἀπεξήρᾱνται , ἀποξηραίνω dry up perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεξηραμμένα — ἀποξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεξηραμμένᾱ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεξηραμμένᾱ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξηραίνῃ — ἀποξηραίνω dry up pres subj mp 2nd sg ἀποξηραίνω dry up pres ind mp 2nd sg ἀποξηραίνω dry up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεξηραμμέναι — ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc pl ἀπεξηραμμένᾱͅ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεξηραμμένον — ἀποξηραίνω dry up perf part mp masc acc sg ἀποξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεξηραμμένων — ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem gen pl ἀποξηραίνω dry up perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)