Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αποκρούω

  • 1 отражать

    отражать
    несов
    1. ἀντανακλώ, καθρεφτίζω, ἀντικατοπτρίζω / ἀντηχώ (μετ.) (звук)·
    2. перен (изображать) ἀπεικονίζω:
    \отражать жизнь ἀπεικονίζω τήν ζωή·
    3. (отбивать) ἀποκρούω:
    \отражать удар прям., перен ἀποκρούω χτύπημα· \отражать нападение ἀποκρούω ἐπίθεση·
    4. (опровергать) ἀναιρώ, ἀνασκευάζω, ἀποκρούω:
    \отражать чьи́-л. нападки ἀναιρώ (или ἀποκρούω) τίς ἐπιθέσεις κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > отражать

  • 2 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 3 парировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. αποκρούω•

    парировать удары противника αποκρούω τα χτυπήματα του αντίπαλου.

    2. μτφ. διαψεύδω, ανασκευάζω•

    парировать доводы αποκρούω τα επιχειρήματα.

    αποκρούομαι.

    Большой русско-греческий словарь > парировать

  • 4 нападение

    нападение с η επίθεση (тж. спорт.)' совершить \нападение κάνω επίθεση· отразить \нападение αποκρούω επίθεση
    * * *
    с
    η επίθεση (тж. спорт.)

    соверши́ть нападе́ние — κάνω επίθεση

    отрази́ть нападе́ние — αποκρούω επίθεση

    Русско-греческий словарь > нападение

  • 5 опровергать

    опровергать, опровергнуть διαψεύδω· αποκρούω (обвинение)
    * * *
    = опровергнуть
    διαψεύδω; αποκρούω ( обвинение)

    Русско-греческий словарь > опровергать

  • 6 отбить

    отбить 1) (отразить) αποκρούω 2) (отнимать) αποκόβω, αποσπώ 3) (ударом) σπάζω
    * * *
    1) ( отразить) αποκρούω
    2) ( отнимать) αποκόβω, αποσπώ
    3) ( ударом) σπάζω

    Русско-греческий словарь > отбить

  • 7 отвести

    отвести 1) απομακρύνω 2) (отклонить) αποκρούω
    * * *
    2) ( отклонить) αποκρούω

    Русско-греческий словарь > отвести

  • 8 отклонить

    отклонить, отклонять αποκλίνω, απορρίπτω" αποκρούω (отвергать) \отклониться παρεκκλίνω* απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι (от темы)
    * * *
    = отклонять
    αποκλίνω, απορρίπτω; αποκρούω ( отвергать)

    Русско-греческий словарь > отклонить

  • 9 отпор

    отпор, м η απόκρουση· дать \отпор αποκρούω· получить \отпор συναντώ αντίσταση
    * * *
    м
    η απόκρουση

    дать отпо́р — αποκρούω

    получи́ть отпо́р — συναντώ αντίσταση

    Русско-греческий словарь > отпор

  • 10 отразить

    отразить 1) αντανακλώ (свету αντηχώ, απηχώ (звук ) 2) (показать ) απεικονίζω 3) (отбить ) αποκρούω (удар и т.. п.) \отразиться прям., перен. αντανακλώμαι
    * * *
    1) αντανακλώ ( свет); αντηχώ, απηχώ ( звук)
    2) ( показать) απεικονίζω
    3) ( отбить) αποκρούω (удар и т. п.)

    Русско-греческий словарь > отразить

  • 11 атака

    θ.
    επίθεση (από κοντά)•

    фронтальная атака η κατά μέτωπο επίθεση•

    фланговая атака πλευρική επίθεση•

    отбить -у αποκρούω επίθεση•

    внезапная атака αιφνιδιαστική επίθεση•

    с тыла επίθεση από τα νώτα•

    штыковая атака επίθεση με εφ’ όπλου λόγχη•

    танковая атака επίθεση με τάνκς•

    кавалерийская атака επίθεση ιππικού•

    броситься (идти) в –у επιτίθεμαι, ρίχνομαι στην επίθεση•

    отразить -у αποκρούω επίθεση.

    Большой русско-греческий словарь > атака

  • 12 отпарировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ. αποκρούω χτύπημα (στην ξιφομαχία). || μτφ. δεν αποδέχομαι•

    отпарировать доводы αποκρούω τα επιχειρήματα.

    || αμ. ανταπαντώ.

    Большой русско-греческий словарь > отпарировать

  • 13 отразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отраженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. αποκρούω απωθώ•

    отразить удар αποκρούω χτύπημα.

    || μτφ. αντικρούω ανασκευάζω•

    отразить обвинений αντικρούω τις κατηγορίες.

    2. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω. || αντηχώ, απηχώ.
    3. μτφ. απεικονίζω•

    отразить жизнь в романе απεικονίζω τη ζωή στο μυθιστόρημα.

    1. παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαι.
    2. αντανακλώμαι, αντικατοπτρίζομαι.
    3. μτφ. απεικονίζομαι, καθρεφτίζομαι, φαίνομαι, διακρίνομαι•

    в глазах его -лся испуг στα μάτια του διακρίνονταν ο φόβος•

    на лице е -лась радость στο πρόσωπο της φαινόταν η χαρά.

    4. επιδρώ, επενεργώ, επηρεάζω.

    Большой русско-греческий словарь > отразить

  • 14 отражать

    1. (звук) αντηχώ, απηχώ 2. (свет) αντανακλώ, κατοπτρίζω 3. (отображать, воспроизводить) απεικονίζω 4. (отбить ответным ударом) αποκρούω, απωθώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отражать

  • 15 парирование

    η απόκρουση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парирование

  • 16 отвезти

    Русско-греческий словарь > отвезти

  • 17 отвергать

    = отвергнуть
    απορρίπτω, αποκρούω, αρνιέμαι

    Русско-греческий словарь > отвергать

  • 18 атака

    атак||а
    ж воен. ἡ ἐπίθεση [-ις]/ перен разг ἡ προσβολή:
    фланговая \атака ἡ πλευρική ἐπίθεση [-ις]; воздушная \атака ἡ ἀεροπορική ἐπίθεση [-ις]; штыковая \атака ἡ ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη[ν]; танковая \атака ἡ ἐπίθεση [-ις] ἀρμἀτων μάχης (или μέ τἀνκς); кавалерийская \атака ἡ ἐπέλαση ἰππικοῦ; психическая \атака ἡ ψυχική προσβολή; идти в \атакау κἀνω ἐπίθεση, ἐπιτίθεμαι; отразить \атакау ἀποκρούω ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > атака

  • 19 гасить

    гасить
    несов прям., перен σβήνω/ тк. перен πνίγω:
    \гасить свет σβήνω τό φῶς· ◊ \гасить почтовую марку σφραγίζω γραμματόσημο· \гасить известь σβήνω ἀσβεστη· \гасить мяч спорт. ἀποκρούω τή μπάλλα.

    Русско-новогреческий словарь > гасить

  • 20 давать

    дава||ть
    несов
    1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):
    \давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·
    2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:
    \даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов
    1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:
    ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·
    2. (дать поймать себя) πιάνομαι:
    не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν.

    Русско-новогреческий словарь > давать

См. также в других словарях:

  • αποκρούω — αποκρούω, απέκρουσα (σπάν. απόκρουσα) βλ. πίν. 40 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκρούω — (AM ἀποκρούω) [κρούω] 1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου 2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα) 3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι 4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον) μσν. νεοελλ., ( ομαι) απομακρύνω, εξουδετερώνω αρχ. μσν. εκδιώκω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αποκρούω — ουσα, ούστηκα 1. απωθώ κάποιον που μου επιτίθεται: Η επίθεση του εχθρού είχε αποκρουστεί. 2. ανασκευάζω: Τα επιχειρήματά του εύκολα μπορούσε να τα αποκρούσει. 3. αρνούμαι, δε δέχομαι: Απόκρουσε τις προτάσεις του αντίδικού του για συμβιβασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκρούεσθε — ἀποκρούω beat off pres imperat mp 2nd pl ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd pl ἀποκρούω beat off imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρούῃ — ἀποκρούω beat off pres subj mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκρουμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκρουσμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκροῦσθαι — ἀποκρούω beat off perf inf mp ἀποκρούω beat off perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουομένων — ἀποκρούω beat off pres part mp fem gen pl ἀποκρούω beat off pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουσαμένων — ἀποκρούω beat off aor part mid fem gen pl ἀποκρούω beat off aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουσθέντα — ἀποκρούω beat off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκρούω beat off aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»