-
1 obrážet
αντανακλώ -
2 obrazit
αντανακλώ -
3 odrážet
αντανακλώ -
4 odrazit
αντανακλώ -
5 odbijać
αντανακλώ -
6 odzwierciedlać
αντανακλώ -
7 отразить
отразить 1) αντανακλώ (свету αντηχώ, απηχώ (звук ) 2) (показать ) απεικονίζω 3) (отбить ) αποκρούω (удар и т.. п.) \отразиться прям., перен. αντανακλώμαι* * *2) ( показать) απεικονίζω3) ( отбить) αποκρούω (удар и т. п.) -
8 переливать
переливатьнесов1. μεταγγίζω, χύνω/ τραβατζάρω (вино, масло):\переливать кровь мед. κάνω μετάγγιση αίματος·2. (через край) κάνω νά ξεχειλίσει·3. (переплавлять) ξαναλυώνω (μετ.), ἀνατήκω, ξαναχύνω:\переливать колокола в пушки ξαναλυώνω τις καμπάνες γιά νά κάνω κανόνια·4. (о красках) ίριδίζω, ἀντανακλώ:\переливать всеми цветами радуги ίριδίζω (или ἀντανακλώ) ὅλα τά χρώματα· ◊ \переливать из пустого в порожнее разг ἀεροκοπανῶ, κάνω τόν ἄνεμο κουβάρι. -
9 отражать
1. (звук) αντηχώ, απηχώ 2. (свет) αντανακλώ, κατοπτρίζω 3. (отображать, воспроизводить) απεικονίζω 4. (отбить ответным ударом) αποκρούω, απωθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отражать
-
10 пучок
1. (множество чего-л. лучеобразно расходящегося из чего-л.) η δέσμη, η δεσμίδα- прямых мат. - των ευθειών2. (излучения, частиц) η δέσμη 3. (небольшая связка чего-л.) η δεσμίδα, разг. το μάτσο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пучок
-
11 реверберировать
αντηχώ, αντανακλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реверберировать
-
12 изображать
изобра||жатьнесов1. ἀποδίδω/ (передавать)/ ἀντανακλώ (отражать)·2. (представлять) ἀπομιμούμαι· 3.:\изображать из себя... разг κά(μ)νω τόν.... -
13 отражать
отражатьнесов1. ἀντανακλώ, καθρεφτίζω, ἀντικατοπτρίζω / ἀντηχώ (μετ.) (звук)·2. перен (изображать) ἀπεικονίζω:\отражать жизнь ἀπεικονίζω τήν ζωή·3. (отбивать) ἀποκρούω:\отражать удар прям., перен ἀποκρούω χτύπημα· \отражать нападение ἀποκρούω ἐπίθεση·4. (опровергать) ἀναιρώ, ἀνασκευάζω, ἀποκρούω:\отражать чьи́-л. нападки ἀναιρώ (или ἀποκρούω) τίς ἐπιθέσεις κάποιου. -
14 mirror
-
15 reflect
[rə'flekt]1) (to send back (light, heat etc): The white sand reflected the sun's heat.) αντανακλώ, αντικατοπτρίζω2) ((of a mirror etc) to give an image of: She was reflected in the mirror/water.) καθρεπτίζω3) (to think carefully: Give him a minute to reflect (on what he should do).) σκέφτομαι•- reflection
- reflexion
- reflective
- reflectively
- reflector -
16 отражать
[ατραζάτ'] ρ. αντανακλώ -
17 отражать
[ατραζάτ'] ρ αντανακλώ -
18 отблёскивать
ρ.δ. αντανακλώ, αντιφέγγω, αντ ιλάμπω. -
19 отливать
ρ.δ.1. βλ. отлить.2. έχω απόχρωση, διαχέομαι• ιριδίζω, αντανακλώ.1. βλ. отлиться.2. βλ. ρ. ενεργ. φ. -
20 отразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отраженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. αποκρούω απωθώ•отразить удар αποκρούω χτύπημα.
|| μτφ. αντικρούω ανασκευάζω•отразить обвинений αντικρούω τις κατηγορίες.
2. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω. || αντηχώ, απηχώ.3. μτφ. απεικονίζω•отразить жизнь в романе απεικονίζω τη ζωή στο μυθιστόρημα.
1. παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαι.2. αντανακλώμαι, αντικατοπτρίζομαι.3. μτφ. απεικονίζομαι, καθρεφτίζομαι, φαίνομαι, διακρίνομαι•в глазах его -лся испуг στα μάτια του διακρίνονταν ο φόβος•
на лице е -лась радость στο πρόσωπο της φαινόταν η χαρά.
4. επιδρώ, επενεργώ, επηρεάζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αντανακλώ — αντανακλώ, αντανάκλασα βλ. πίν. 71 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντανακλώ — (Α ἀντανακλῶ, άω) (για φως ή για ήχο) κάνω να επιστρέψει πίσω κάτι που προσκρούει επάνω μου νεοελλ. (αμτβ.) 1. επιστρέφω προς τα πίσω αφού προσκρούσω κάπου 2. μτφ. (για ενέργεια ή κατάσταση) έχω έμεση επίδραση ή επίπτωση κάπου … Dictionary of Greek
αντανακλώ — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κάνω κάτι που έπεσε πάνω μου (κυρίως φως ή ήχο) να γυρίσει πίσω: Η επιφάνεια του ήσυχου νερού αντανακλά το φως. 2. έχω αντίχτυπο: Η διαγωγή του αντανακλούσε σ ολόκληρη την οικογένειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… … Dictionary of Greek
ανακυλίνδω — ἀνακυλίνδω (Α) αντανακλώ (όρος τής ανατομίας στον Γαληνό) … Dictionary of Greek
αντιστίλβω — ἀντιστίλβω (Α) αντανακλώ λάμψη … Dictionary of Greek
αντιφέγγω — κ. φεγγιζω (Μ ἀντιφέγγω) φέγγω από απέναντι, αντανακλώ φως, λάμπω … Dictionary of Greek