-
1 ανωμαλος
21) неровный(χώρα Plat.; περίπατοι Arst.; τόποι Polyb.; χωρία Plut.)
2) неравномерный(κίνησις Arst., Plut.)
3) неравный(τύχαι Eur., Anth.; χρόνοι Arst.)
4) основанный на неравенстве (граждан)(πολιτείαι Plat.)
5) неоднородный, непостоянный(φωνή, ἦθος Arst.)
6) грам. отклоняющийся от нормы, неправильный -
2 ανώμαλος
η, ο [ος, ον ]1) неровный, негладкий;ανώμαλο έδαφος — пересечённая местность;
2) нарушающий порядок, ненормальный;ανώμαλος χαρακτήρας — неуравновешенный характер;
3) грам, неправильный;ανώμαλα ρήματα — неправильные глаголы;
4) нерегулярный;§ αγώνας ανωμάλου δρόμου спорт, кросс по пересечённой местности -
3 ανώμαλος
[аномалос] επ ненормальный, аномальный. -
4 ανωμαλης
-
5 δρόμος
ο1) дорога, путь;αμαξιτός (έτοιμος) δρόμος — проезжая (торная) дорога;
δημόσιος δρόμος — шоссе;
μακρυνός δρόμος — дальняя дорога;
χάνω τον δρόμο — сбиться с пути;
δεν έχει δρόμο από δω — здесь нет дороги;
κάντε μου δρόμο! — дайте мне дорогу!;
στο δρόμο — а) на моём пути; — б) по пути; — в пути;
από πλάγιο δρόμο — окольным путём;
δυό μέρες δρόμος από... — в двух днях пути от...;
2) улица;ερημικός δρόμος — глухая улица;
στο δρόμος — на улице;
3) бег; пробег, забег;πλ. бега; гонки;μαραθώνιος δρόμος — марафонский бег;
ανώμαλος δρόμος — кросс;
δρόμος ϊππων — скачки;
δρόμος αυτοκινήτων — автомобильные гонки;
δρόμος πεντακοσίων μέτρων — бег на пятьсот метров;
δρόμος μετ' εμποδίων — бег с препятствиями;
4) скорость;5) рейс;έκαμα ένα σωρό δρόμους σήμερα — сегодня я много.ходил;
τό λεωφορείο κάνει δέκα δρόμους την ημέρα — автобус делает десять рейсов в день;
6) перен. ход, течение; оборот;θα ιδούμε τί δρόμο θα πάρει η υπόθεση — посмотрим, какой ход примет дело;
7) астр. орбита;8) (одна) ноша; воз; ездка;έφερε δυό δρόμους άμμο — он привёз два воза песку;
έφερε δυό δρόμους νερό — он два раза ходил за водой;
§ παίρνω δρόμο — пускаться в путь;
παίρνω τούς δρόμους — бродить по улицам, дорогам (от отчаяния, горя);
γυρίζω ( — или περιπλανώμαι) στούς δρόμους — а) бродить по улицам; — б) скитаться;
δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει — он долго шёл, шёл он шёл (в сказках);
η δουλειά πήρε το δρόμο της — работа вошла в свою колею;
πήρε δρόμο η γλώσσα του — он дал волю своему языку;
τραβώ το δρόμο μου — а) идти своей дорогой; — б) преуспевать;
τράβα ( — или κόβε).δρόμο! — убирайся вон!;
ακολουθώ τον δρόμο μου — идти своей дорогой;
δός του δρόμο! — вперёд!, поторопись!;
τοδ'δωσα δρόμο — я его прогнал;
ανοίγω δρόμο — а) прокладывать путь; — б) строить дорогу;
ανοίγω το δρόμο μου — пробивать себе дорогу;
κόβω δρόμο — а) быстро бежать; — б) много ходить; — покрывать большое расстояние; — е) сокращать путь;
να κόψουμε δρόμο δεξιά — а) свернём направо; — б) свернём направо и сократим путь;
κόβω τον δρόμος σε κάποιον — преградить путь кому-л;
μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице (без средств);
αφήνω στούς (πέντε) δρόμους — покидать на произвол судьбы, оставлять без средств (детей, больных);
πετώ ( — или ρίχνω) στον δρόμο — выбросить на улицу;
κλείνω το δρόμο σε κάποιον — стать кому-л. поперёк дороги;
πήρε τον κακό δρόμο — он пошёл по дурному пути;
παιδί τού δρόμου — уличный мальчишка;
γυναίκα τού δρόμου — уличная женщина;
στη μέση τού δρόμου — или στο μισό δρόμο — на половине пути
См. также в других словарях:
ἀνώμαλος — uneven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… … Dictionary of Greek
ανώμαλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Το έδαφος σε πολλά σημεία είναι ανώμαλο. 2. ταραχώδης, ακατάστατος: Η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ανώμαλη. 3. (γραμμ.), «ανώμαλα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα» κτλ., αυτά που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνώμαλον — ἀνώμαλος uneven masc/fem acc sg ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλωτάτη — ἀνώμαλος uneven fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλοις — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμάλῳ — ἀνώμαλος uneven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλα — ἀνώμαλος uneven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώμαλοι — ἀνώμαλος uneven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… … Dictionary of Greek
πεπαίτατος — άτη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθετικού τού πέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθετικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτατος)] … Dictionary of Greek