Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δρόμ

См. также в других словарях:

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Marine byzantine — L enseigne impériale (basilikon phlamoulon) des navires byzantins au XIVe siècle, décrite par Georges Kodinos et reproduite dans l’atlas castillan Conoscimento de todos los reinos (ca. 1350)[ …   Wikipédia en Français

  • Byzantinische Marine — Die Byzantinische Marine umfasste die Seestreitkräfte des Byzantinischen Reiches. Ebenso wie das Reich selbst stellten sie eine nahtlose Fortschreibung ihrer römischen Vorgänger dar, spielten jedoch eine weitaus größere Rolle für die Verteidigung …   Deutsch Wikipedia

  • Византийский флот — Византийский флот …   Википедия

  • επιδρομάδην — ἐπιδρομάδην (Α) επίρρ. 1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα 2. βιαστικά, απρόσεχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ άδην (< δρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • επιδρομέας — ο (AM ἐπιδρομεύς) αυτός που επιχειρεί επιδρομή για λεηλασία ή κατάκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ εύς (< δρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] …   Dictionary of Greek

  • ησυχαίος — ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος α, ον, (Α) 1. ήσυχος* 2. αργός, αδρανής 3. γαλήνιος, ήρεμος 4. το ουδ. ως ουσ. τό ἡσυχαῑον η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + αίος… …   Dictionary of Greek

  • κασαλβάς — κασαλβάς, άδος και κασαυράς, άδος και κασαύρα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. παράγωγη τής λ. κασάς με σχηματισμό κατά τα σε άς, άδος (πρβλ. δρομ άς, φυλλ άς), το πρόσφυμα όμως αλβ / αυρ παραμένει ανερμήνευτο. Παράλληλη… …   Dictionary of Greek

  • κλινάς — κλινάς, άδος, ἡ (Α) κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. άς (πρβλ. δρομ άς, ικμ άς)] …   Dictionary of Greek

  • κολυμπάδα — η (AM κολυμβάς, άδος) (για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη αρχ. 1. το πτηνό κολυμβίς* 2. είδος θάμνου, στοιβή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. άς (πρβλ. δρομ άς, καρκιν άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»