-
1 непослушный
-
2 ослушный
επ.ανυπάκουος, απειθής, -άρχος•ослушный сын ανυπάκουος γιος.
-
3 непокорный
непокорныйприл ἀνυπόταχτος, ἀτίθασος, ἀνυπάκουος. -
4 непослушный
непосл||у́шныйприл ἀνυπάκουος, παράκουος, ἀπειθής. -
5 распускаться
распускать||ся1. (о растениях) ἀνθίζω, ἀνοίγω·2. (в отношении дисциплины) χαλαρώνω τήν πειθαρχία, γίνομαι ἀπείθαρχος, γίνομαι ἀνυπάκουος·3. (растворяться) διαλύομαι·4. (о вязаных изделиях) ξηλώνομαι, ξεπλέ-κομαι. -
6 распущенный
распу́щенн||ыйприл1. (недисциплинированный) ἀνυπάκουος, ἀπείθαρχος, ἀπειθάρχητος:\распущенныйые дети ἀνυπάκουα παιδιά·2. (развратный) παραλυμένος. -
7 непокорный
[νιπακόρνυΐ] εκ. ανυπότακτος, ανυπάκουος -
8 непослушный
[νυτσλούσνυϊ] εκ. ανυπάκουος -
9 распущенный
[ρασπούστσννυΐ] εκ. ανυπάκουος -
10 непокорный
[νιπακόρνυϊ] επ ανυπότακτος, ανυπάκουος -
11 непослушный
[νυτσλούσνυϊ] επ ανυπάκουος -
12 распущенный
[ρασπούστσννυϊ] επ ανυπάκουος -
13 аховый
επ.(απλ.) κακός, άσχημος, γεμάτος άγχος•-ая жизнь κακιά ζωή, όλο άγχος•
-ая работа βάναυση (επίμοχθη)δουλιά.
|| ανυπάκουος, ατίθασος• ταραχοποιός. -
14 непокорный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноανυπότακτος, ατίθασος• αδάμαστος•непокорный конь ατίθασο άλογο.
|| ανυπάκουος• απειθής. -
15 непослушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шноανυπάκουος• απειθής•непослушный ребёнок ανυπάκουο παιδάκι.
|| ακράτητος, ασυγκράτητος•-ые слёзы ασυγκράτητα δάκρυα.
-
16 неслух
-а α. (απλ.) ανυπάκουος, απειθής. -
17 ослушник
-а α.-ца, -ы θ. παλ. ανυπάκουος, απείθαρχος, απειθής. -
18 распустить
ρ.σ.μ.1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.
2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•распустить паруса ανοίγω τα πανιά.
|| ξεπλέκω• ξηλώνω•распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•
распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.
3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).5. διαλύω•распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.
εκφρ.распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.
|| (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,5. (για οδό) λασπώνω.6. διαλύομαι•соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.
-
19 распущенный
επ., από μτχ.1. απείθαρχος, απειθής• ανυπάκουος•-ые дети ανυπάκουαπαιδιά.
2. έκφυλος, εκφυλισμένος, ανήθικος, έκλυτος, έκδοτος.
См. также в других словарях:
ανυπάκουος — η, ο απειθής: Από μικρό παιδί ήταν ανυπάκουος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανυπάκουος — η, ο αυτός που δεν υπακούει, ο απείθαρχος … Dictionary of Greek
ανάγροικος — η, ο [αγροικώ] 1. αυτός που δεν αγροικά, δεν υπακούει, ανυπάκουος, απειθής 2. ο μη κοινωνικός, ο δύστροπος 3. αυτός που δεν ακούγεται, αθόρυβος, σιωπηλός … Dictionary of Greek
ανάκουος — η, ο αυτός που δεν υπακούει, ο ανυπάκουος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ακούω] … Dictionary of Greek
ανήκοος — ἀνήκοος, ον (AM) [ακούω] μσν. 1. αυτός που δεν άκουσε κάτι 2. αυτός που δεν έμαθε, δεν πληροφορήθηκε κάτι 3. ανυπάκουος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός 2. αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αγράμματος 3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκοον ανυπακοή,… … Dictionary of Greek
ανήκουστος — η, ο (AM ἀνήκουστος, ον) πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί 2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος 3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον παρακοή, απείθεια … Dictionary of Greek
αναχαιτίζω — (AM ἀναχαιτίζω) εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι μσν. (αμτβ.) 1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ 2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου αρχ. Ι. (αμτβ.) 1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια 2 … Dictionary of Greek
αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την … Dictionary of Greek
ανυπήκοος — ἀνυπήκοος, οον (Α) αυτός που δεν υπακούει, ανυπάκουος … Dictionary of Greek
ανυπότακτος — κ. χτος, η, ο (Α ἀνυπότακτος, ον) 1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον 2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος 3. ελεύθερος, απεριόριστος νεοελλ. Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε (βλ. ανυποταξία) αρχ. άτακτος … Dictionary of Greek
απειθής — ές (AM ἀπειθής, οῡς) απειθάρχητος, ανυπάκουος αρχ. ενεργ. αυτός που δεν πείθει, μη πειστικός … Dictionary of Greek