Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

άτακτος

  • 1 непослушный

    непослушный ανυπάκουος· άτακτος (о детях)
    * * *
    ανυπάκουος; άτακτος ( о детях)

    Русско-греческий словарь > непослушный

  • 2 беспорядочно

    άτακτα, τυχαία, στην τύχη
    -ость η αταξία, η ακαταστασία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беспорядочно

  • 3 баловник

    балов||ник
    м разг ὁ ἀτακτος, ὁ παιγνιδιάρης.

    Русско-новогреческий словарь > баловник

  • 4 безалаберный

    безалаберный
    прил ἀσυνάρτητος, ἄτσαλος, ἀτακτος, ( ἀκατάστατος.

    Русско-новогреческий словарь > безалаберный

  • 5 беспорядочный

    беспоряд||очный
    прил ἄτακτος, ἀκατάστατος.

    Русско-новогреческий словарь > беспорядочный

  • 6 нерегулярностьый

    нерегулярность||ый
    прил ἀνώμαλος, ἀκανόνιστος, ἄτακτος.

    Русско-новогреческий словарь > нерегулярностьый

  • 7 неровный

    неровн||ый
    прил
    1. ἀνώμαλος, ἄνισος / τραχύς (шероховатый):
    \неровныйая местность τό ἀνώμαλο ἐδαφος·
    2. перен ἀστατος, ἀσταθής, ἄτακτος, ἀνώμαλος:
    \неровныйый характер ὁ ἀσταθής χαρακτήρας· \неровныйый пульс ὁ ἀνώμαλος σφυγμός· \неровныйый стиль τό ἄνισο ὕφος.

    Русско-новогреческий словарь > неровный

  • 8 нестройный

    нестро́йн||ый
    прил ἀτακτος, ἀκανόνιστος/ συγκεχυμένος, παράφωνος (о пении, звуках и т. п.):
    \нестройныйые ряды οἱ ἄτακτες γραμμές· \нестройный говор ἀσυνάρτητες φωνές.

    Русско-новогреческий словарь > нестройный

  • 9 неустроенный

    неустроенный
    прил
    1. ἀτακτος, ἀκατάστατος/ ἀκανόνιστος· (о делах)·
    2. (о человеке) μή τακτοποιημένος, ἀτακτοποίη-τος.

    Русско-новогреческий словарь > неустроенный

  • 10 нечеткий

    нечетк||ий
    прил δυσανάγνωστος (о написанном)/ μή καθαρός (о произношении)/ перен ἄτακτος, ἀκατάστατος (о работе)/ ἀόριστος, ἀσαφής (о мысли и т. п.):
    \нечеткий почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.

    Русско-новогреческий словарь > нечеткий

  • 11 озорной

    озор||ной
    прил разг
    1. (шаловливый) ἀτακτος, σκανταλιάρικος:
    \озорнойной мальчишка τό ζιζάνιο, τό ἄτακτο παιδί· \озорнойиы́е глаза τά τσαχπίνικα μάτια·
    2. (буйный) καυ-Υατζίδικος.

    Русско-новогреческий словарь > озорной

  • 12 проказник

    проказ||ник
    м ὁ ἀτακτος, τό ζιζάνιο, ὁ σκανταλιάρης.

    Русско-новогреческий словарь > проказник

  • 13 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 14 баловник

    [μπάλαβνικ] ουσ. α άτακτος

    Русско-греческий новый словарь > баловник

  • 15 неустроенный

    [νιουστρόιννυϊ] εκ. άτακτος

    Русско-греческий новый словарь > неустроенный

  • 16 озорной

    [αζαρνόΐ] εκ. άτακτος

    Русско-греческий новый словарь > озорной

  • 17 проказник

    [πρακάζνικ] ουσ. α άτακτος

    Русско-греческий новый словарь > проказник

  • 18 шаловливый

    [σαλαβλίβυΐ] επ. άτακτος

    Русско-греческий новый словарь > шаловливый

  • 19 баловник

    [μπάλαβνικ] ουσ α άτακτος

    Русско-эллинский словарь > баловник

  • 20 неустроенный

    [νιουστρόιννυϊ] επ άτακτος

    Русско-эллинский словарь > неустроенный

См. также в других словарях:

  • άτακτος — άτακτος, η, ο και άταχτος, η, ο επίρρ. α 1. ο χωρίς τάξη, ο ακατάστατος, ο ανώμαλος: Η φοίτησή του στο σχολείο είναι άτακτη. 2. αυτός που δεν κρατά την τάξη που πρέπει, απειθάρχητος: Είναι πολύ άταχτος μαθητής. 3. αυτός που δεν ανήκει στον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄτακτος — not in battle order masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 …   Dictionary of Greek

  • ἀτακτότερον — ἄτακτος not in battle order adverbial comp ἄτακτος not in battle order masc acc comp sg ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… …   Dictionary of Greek

  • ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ἀτακτοτέρων — ἄτακτος not in battle order fem gen comp pl ἄτακτος not in battle order masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτακτότατα — ἄτακτος not in battle order adverbial superl ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτακτότατον — ἄτακτος not in battle order masc acc superl sg ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάκτω — ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάκτως — ἄτακτος not in battle order adverbial ἄτακτος not in battle order masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»