-
1 αντίπαλος
[андипалос] ουσ. а. противникΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντίπαλος
-
2 конкурент
-
3 оппонент
-
4 противник
-
5 соперник
-
6 противник
ο αντίπαλος, ο αντίμαχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > противник
-
7 враг
врагм1. ὁ ἐχθρός, ὁ ὀχτρός:классовый \враг ὁ ταξικός ἐχθρός· смертельный \враг ὁ θανάσιμος ἐχθρός·2. (противник чего-л.) ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἐχθρός, ὁ πολέμιος. -
8 конкурцеит
конкурцеитм ὁ ἀνταγωνιστής, ὁ ἀντίπαλος, ὁ συναγωνιστής. -
9 оппонент
оппон||ентм ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἀντιλέ-γων. -
10 противник
противникм ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἀντίμαχος/ ὁ ἐχθρός (враг). -
11 соперник
соперни||км ὁ ἀντίπαλος/ ὁ ἀντίζηλος, ὁ ἀντεραστἡς (в любви). -
12 соперница
соперни||цаж ἡ ἀντίπαλος/ ἡ ἀντίζηλος, ἡ ἀντεράστρια (в любви). -
13 оппонент
[αππανιέντ] ουσ. α αντίπαλος -
14 противник
[πρατίβνικ] ουσ. α αντίπαλος -
15 соперник
[σαπιέρνικ] ουσ. α. αντίπαλος -
16 соперница
[σαπιέρνιτσα] ουσ θ. αντίπαλος -
17 оппонент
[αππανιέντ] ουσ α αντίπαλος -
18 противник
[πρατίβνικ] ουσ α αντίπαλος -
19 соперник
[σαπιέρνικ] ουσ α αντίπαλος -
20 соперница
[σαπιέρνιτσα] ουσ θ. αντίπαλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντίπαλος — wrestling against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… … Dictionary of Greek
αντίπαλος — η, ο ανταγωνιστής, αντίθετος, εχθρός: Οι αντίπαλοί του ενώθηκαν εναντίον του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιπάλως — ἀντίπαλος wrestling against adverbial ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαλον — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc sg ἀντίπαλος wrestling against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοιο — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοις — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοισι — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοισιν — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλου — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλους — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)