-
1 конкурент
-
2 оппонент
-
3 противник
-
4 соперник
-
5 противник
ο αντίπαλος, ο αντίμαχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > противник
-
6 враг
врагм1. ὁ ἐχθρός, ὁ ὀχτρός:классовый \враг ὁ ταξικός ἐχθρός· смертельный \враг ὁ θανάσιμος ἐχθρός·2. (противник чего-л.) ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἐχθρός, ὁ πολέμιος. -
7 конкурцеит
конкурцеитм ὁ ἀνταγωνιστής, ὁ ἀντίπαλος, ὁ συναγωνιστής. -
8 оппонент
оппон||ентм ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἀντιλέ-γων. -
9 противник
противникм ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἀντίμαχος/ ὁ ἐχθρός (враг). -
10 соперник
соперни||км ὁ ἀντίπαλος/ ὁ ἀντίζηλος, ὁ ἀντεραστἡς (в любви). -
11 соперница
соперни||цаж ἡ ἀντίπαλος/ ἡ ἀντίζηλος, ἡ ἀντεράστρια (в любви). -
12 оппонент
[αππανιέντ] ουσ. α αντίπαλος -
13 противник
[πρατίβνικ] ουσ. α αντίπαλος -
14 соперник
[σαπιέρνικ] ουσ. α. αντίπαλος -
15 соперница
[σαπιέρνιτσα] ουσ θ. αντίπαλος -
16 оппонент
[αππανιέντ] ουσ α αντίπαλος -
17 противник
[πρατίβνικ] ουσ α αντίπαλος -
18 соперник
[σαπιέρνικ] ουσ α αντίπαλος -
19 соперница
[σαπιέρνιτσα] ουσ θ. αντίπαλος -
20 враг
-а α.1. εχθρός•внутренние и внешние враги εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί•
классовый враг ταξικός εχθρός•
смертельный θανάσιμος εχθρός,
2. αντίπαλος, πολέμιος.3. ζημιωτής•язык мой-- мой παρμ. η γλώσσα μου είναι ο εχθρός μου• η γλώσσα κόνικαλα δεν έχει και κόκκαλα σπάζει.
4. παλ. ο δαίμονας, ο διάβολος,ο τρισκατάρατος•враг попутал меня ο διάβολος με τύλιξε (ανακάτεψε).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντίπαλος — wrestling against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… … Dictionary of Greek
αντίπαλος — η, ο ανταγωνιστής, αντίθετος, εχθρός: Οι αντίπαλοί του ενώθηκαν εναντίον του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιπάλως — ἀντίπαλος wrestling against adverbial ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαλον — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc sg ἀντίπαλος wrestling against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοιο — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοις — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοισι — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοισιν — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλου — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλους — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)