-
1 ανεπανορθωτος
-
2 ανεπανόρθωτος
η, ο [ος, ον ]1) непоправимый, неисправимый;ανεπανόρθωτοςη απώλεια — невозвратимая потеря;
2/ неисправленный, непоправленный -
3 ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπ-ανόρθωτος, ον,A irreparable,ἀτύχημα J.AJ16.11.3
; incorrigible, Iamb. VP22.102; uncorrected, Plu.2.49b, Arr.Epict. 3.1.11.II not to be amended, perfect, Ph.2.614.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπανόρθωτος
-
4 ἀνεπανόρθωτος
-
5 ανεπανόρθωτος (анэпанортотос][/*]εκ. непоправимый,
[анэпаркиа] ουσ. Θ. недостаток, недостаточность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανεπανόρθωτος (анэпанортотос][/*]εκ. непоправимый,
-
6 ανεπανόρθωτος (анэпанортотос][/*] επ непоправимый.
[анэпаркиа] ουσ θ недостаток, недостаточность.Эллино-русский словарь > ανεπανόρθωτος (анэпанортотос][/*] επ непоправимый.
-
7 непоправимый
-
8 ανεπανόρθωτον
ἀνεπανόρθωτοςirreparable: masc /fem acc sgἀνεπανόρθωτοςirreparable: neut nom /voc /acc sg -
9 ἀνεπανόρθωτον
ἀνεπανόρθωτοςirreparable: masc /fem acc sgἀνεπανόρθωτοςirreparable: neut nom /voc /acc sg -
10 невозвратимый
невозврати́м||ыйприл ἀνεπίστρεπτος, ἀνεπίστροφος, πού δέν ξαναγυρίζει / ἀνεπανόρθωτος (непоправимый):\невозвратимыйая потеря ἡ ἀνεπανόρθωτη ἀπώλεια. -
11 необратимый
необратимыйприл ἀνεπανόρθωτος. -
12 непоправимый
непоправи́м||ыйприл ἀνεπανόρθωτος, ἀθεράπευτος, ἀγιάτρευτος:\непоправимыйое несчастье τό ἀγιάτρευτο κακό· \непоправимыйая ошибка τό ἀνεπανόρθωτο σφάλμα. -
13 ανεπανορθώτου
-
14 ἀνεπανορθώτου
-
15 ανεπανορθώτους
-
16 ἀνεπανορθώτους
-
17 ανεπανορθώτω
-
18 ἀνεπανορθώτῳ
-
19 ανεπανόρθωτα
-
20 ἀνεπανόρθωτα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανεπανόρθωτος — η, ο (Α ἀνεπανόρθωτος, ον) εκείνος που δεν είναι δυνατόν να διορθωθεί, μη επιδεχόμενος επανόρθωση, αθεράπευτος αρχ. 1. εκείνος που παρέμεινε αδιόρθωτος, που δεν επανορθώθηκε 2. που δεν χρειάζεται διόρθωση, τέλειος … Dictionary of Greek
ανεπανόρθωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να επανορθωθεί, να γιατρευτεί: Η ζημία που είχε πάθει δεν ήταν ανεπανόρθωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπανόρθωτον — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem acc sg ἀνεπανόρθωτος irreparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτου — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτους — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτῳ — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανόρθωτα — ἀνεπανόρθωτος irreparable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανόρθωτοι — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτρεπτος — η, ο (AM ἄτρεπτος, ον) [τρέπω] 1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος 2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστος αρχ. μσν. επίρρ. ἀτρέπτως χωρίς μεταβολή αρχ. 1. ανεπανόρθωτος 2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι 3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος 4.… … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek