-
1 взорваться
ανατινάζομαι, εκρηγνύομαι -
2 взлетать
взлетать, взлететь ανυψώνομαι; απογειώνομαι (о самолёте) ◇ взлететь на воздух (взорваться) τινάζομαι στον αέρα, ανατινάζομαι* * *= взлететьανυψώνομαι; απογειώνομαι ( о самолёте)••взлете́ть на во́здух (взорваться) — τινάζομαι στον αέρα, ανατινάζομαι
-
3 взорвать
-
4 взрываться
взрыватьсянесов τινάζομαι στον ἀέρα, ἀνατινάζομαι/ ἐκρηγνύομαι, σκάζω (άμετ.) (о мине, бомбе). -
5 дрогнуть
дрогнуть Iнесов (зябнуть) τρέμω ἀπό τό κρύο, τουρτουρίζω.дро́гн||уть IIсов1. (вздрогнуть) ἀνασκιρτώ, ἀνατινάζομαι / ἀρχίζω νά τρέμω (о голосе, звуке и т. п.)·2. (прийти в смятение) ταλαντεύομαι, κλονίζομαι:войска \дрогнутьули τά στρατεύματα κλονίσθηκαν толпа \дрогнутьула τό πλήθος ταράχτηκε· ◊ рука́ не \дрогнутьет χωρίς νά διστάσω καθόλου. -
6 взорвать
-ву, -вешь, παρλθ. χρ. взорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взорванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. ανατινάζω•партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα.
2. εξοργίζω, εξερεθίζω•его -ли резкие слова собеседника τον εξόργισαν τα βαριά λόγια του συνομιλητή.
1. ανατινάζομαι•здание -лось το κτίριο ανατινάχτηκε.
2. εξοργίζομαι, εξερεθίζομαι, θυμώνω•он вдруг -лся ξαφνικά αυτός εξοργίστηκε.
-
7 встрепенуться
-нусь, -нёшьсяρ.σ.σκιρτώ, ανασκιρτώ, ανατινάζομαι’ αναφτερουγίζω. || κουνιέμαι από τον τόπο μου, σπαράζω• συγκινούμαι•сердце -лось η καρδιά σπάραξε.
-
8 нарывать
-
9 отлететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.
|| εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•-ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•
-ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.
2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.
3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•подошва -ла η σόλα βγήκε•
пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.
|| απομακρύνομαι• αφίπταμαι. -
10 подорвать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подорванный, βρ: -ван, -а, -о.1. ανατινάζω•партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα.
2. μτφ. υποσκάπτω, υπονομεύωκλονίζω•подорвать авторитет υποσκάπτω το.κύρος•
подорвать доверие κλονίζω την εμπιστοσύνη•
подорвать здоровье κλονίζω την υγεία•
подорвать хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό•
подорвать основы υποσκάπτω τα θεμέλια.
ανατινάζομαι. || μτφ. υποσκάπτομαι, υπονομεύομαι κλονίζομαι. -
11 подскочить
-очу, -очишьρ.σ.1. αναπηδώ, ανατινάζομαι, πετάγομαι επάνω. || μτφ. ανέρχομαι, ανεβαίνω απότομα•температура больного -ла ο πυρετός του άρρωστου ανέβηκε απότομα.
2. βλ. подскакать. -
12 прянуть
ρ.σ. παλ. αναπηδώ, ξεπετάγομαι, ανατινάζομαι.
См. также в других словарях:
ανατινάζομαι — ανατινάζομαι, ανατινάχτηκα (σπάν. ανατινάχθηκα), ανατιναγμένος βλ. πίν. 24 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπεταρίζω — ισα 1. ανατινάζομαι, αναπηδώ: Τα πιτσούνια άρχισαν να αναπεταρίζουν. 2. κουνιέμαι, κάνω νάζια: Ανησυχούσε που η μικρότερη κόρη του είχε αρχίσει να αναπεταρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπηδώ — πήδησα, ανατινάζομαι, αναβλύζω με ορμή: Το νερό αναπηδούσε από το χαλασμένο σωλήνα, κι ο τόπος είχε πλημμυρίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασκιρτώ — ( άς, ά κτλ.), ησα, ανατινάζομαι ελαφρά από κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο που μαθαίνω ή μου συμβαίνει: Στο άκουσμα της είδησης ότι ο γιος της σώθηκε, η καρδιά της ανασκίρτησε από χαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. τινάζω ψηλά, καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: Σχεδίαζαν να ανατινάξουν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. 2. το μέσ., ανατινάζομαι σημαίνει επίσης και αναπηδώ, αναπετιέμαι: Ανατινάχτηκε από χαρά, όταν άκουσε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετώ — πέταξα, πετάχτηκα, πεταγμένος 1. πέτομαι, φτερουγίζω: Πετούν οι γλάροι στο γιαλό, πετούν τα γλαροπούλια. 2. κυματίζω, ανεμίζω στον αέρα: Πετάει η σημαία στην κορφή του καταρτιού. 3. μτφ., φεύγω γρήγορα: Πετάει ο καιρός, φεύγει ο καιρός. 4. μτβ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)