-
1 αϊτό-
см. αετό\\, αητο\ -
2 ὀνίνημι
A, ὀνίνης Pl.Hp.Ma. 301c
,ὀνίνησι Il.24.45
, Hes.Th. 429, etc. ; inf. ὀνινάναι dub. in Pl.R. 600d ; part. ὀνινάς, ᾶσα Id.Phlb. 58c ([tense] impf. supplied by ὠφέλουν): [tense] fut.ὀνήσω Il.8.36
, Orac. ap. Hdt.7.141, E.Andr. 1004, etc. ; [dialect] Dor. [ per.] 3sg.ὀνασεῖ Theoc.7.36
: [tense] aor.ὤνησα Il.9.509
, Hdt.9.76, E.Tr. 933, Pl.Ap. 27c ; [dialect] Ep.ὄνησα Il.1.503
:—[voice] Med., : [tense] impf. : [tense] fut.ὀνήσομαι Il.7.173
, S.Tr. 570, E.Hel. 935, Pl.Ap. 30c : [tense] aor. I ὠνησάμην only in Gal. 2.381 (unless in AP7.484 (Diosc.) we accept ὠνάσατο [with ᾰ] for the meaningless ὠνόσατο) ; ὀνήσω (2 pers. sg.) in Porph.Marc. 10 is f.l. either for ὠνήσω or for ὤνησο : [tense] aor. 2ὠνήμην Thgn.1380
, E.Alc. 335, Pl.Men. 84c ; imper.ὄνησο Od.19.68
; part.ὀνήμενος 2.33
(cf. [pref] ἀπ-) ; alsoὠνάμην, ὤνασθε E.HF 1368
,ὤναο Call.Aet.3.1.6
, and freq. later, Luc.D Mort.12.2, etc. ;ὤνατο IG14.1389
ii 37,ὤναντο D.H.1.23
; inf. , Pl.R. 528a ; opt. ὀναίμην, which is freq. (v. infr. 11.2), may belong to either form: in Hom. ὠνάμην is the [tense] aor. I of ὄνομαι :—[voice] Pass. [full] ὀνέομαι occurs twice,ὀνεῖται Stob.4.22.62
, ὀνούμενοι Ps.-Luc.Philopatr.26: [tense] aor. inf.ὀνηθῆναι X.An.5.5.2
; [dialect] Dor.ὠνάθην Theoc.15.55
:I [voice] Act., profit, benefit, help, and sts. gratify, delight, abs.,βουλὴν.. ὑποθησόμεθ' ἥτις ὀνήσει Il.8.36
, cf. Hes.Th. 429, E.Med. 533, etc.: with neut. Adj. or Adv.,ὀ. παῦρα h.Merc. 577
;σμικρὰ ὀνήσει πόλιν E.Heracl. 705
(anap.), cf. Pl.Phlb. 58c ;μᾶλλον Simon.55
, Aret. CA1.4: c.acc. pers., Il.5.205, 7.172, Orac. ap. Hdt.7.141, E.Hipp. 314, Ar.Lys. 1033, etc.: with neut. Adj.,ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ' ὀνίνησι Il. 24.45
, cf. 9.509, v.l. in X.An.3.1.38, etc. ;πολλὰ ὀ. τινά Od.14.67
; ;εἴ ποτε δή τι Il.1.395
: c. dat. modi, εἴ ποτε δή σε ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ ib. 503 : c. part., Ξενοφῶντα ὠνήσατε οὐχ ἑλόμενοι by not electing him, X.An.6.1.32, cf. Pl.Smp. 193d, Hp.Ma. 301c ;ὡς ὤνησας ὅτι ἀπεκρίνω Id.Ap. 27c
: c. dupl. acc., σὲ δὲ τοῦτό γε γῆρας ὀνήσει this benefit at least will thine old age bestow on thee, Od.23.24 ; also οὐδεμίαν ὤνησε κάλλος εἰς πόσιν ξυνάορον helped her in her relations with.., E.Fr.909.1.II [voice] Med., have profit or advantage, enjoy help or support, have enjoyment or delight, Il.6.260, 7.173, Od.14.415, E.Hipp. 517, etc.: c. part., have benefit from being or doing so and so, Thgn.1380, Pl.Ap. 30c, R. 380b, Men. 84c, etc.: but most freq. c. gen., have advantage from.., have delight or enjoyment of..,δαιτὸς ὄνησο Od.19.68
;λέκτρων -ήσομαι E.Med. 1348
; πρὶν σφῷν ὄνασθαι ib. 1025, cf. Alc. 335 : freq. with neut. Adj. added, τί σευ ἄλλος ὀνήσεται; what good will others have of thee, i. e. what good will you have done them? Il.16.31 ;τοσόνδ' ὀνήσῃ τῶν ἐμῶν.. πορθμῶν S.Tr. 570
, etc. ; soὄνασθαί τι ἀπό τινος Pl.R. 528a
; alsoὀ. τοῦτο ὅτι.. Luc. DMort.12.2
: also with an ironical sense, ὄναιο μέντἄν, εἴ τις ἐκπλύνειέ σε you'd be the better of it, if one were to wash you clean, Ar.Pl. 1062 ; ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί he'd be very nice if he were rubbed down with salt, Id.Nu. 1237 ; so ὠνάθην μεγάλως ὅτι.. lucky for me that.., Theoc.15.55 ;ὤνησο, διότι μὴ ὁ Ζεὺς ἐπήκουσέ σου Luc. Prom.20
.2 [tense] aor. opt. ὀναίμην, αιο, αιτο, in protestations, wishes, etc., ὄναιο mayst thou have profit, i. e. bless thee.., E.Or. 1677, etc.: and c. gen., ὄναιο τῶν φρενῶν bless thee for.., Id.IA 1359 ;ὄναισθε μύθων Id.IT 1078
, cf. Hel. 1418 ; οὕτως ὀναίμην τῶν τέκνων so may I have profit of them, in a parenthesis, Ar.Th. 469 ;οὕτως ὄναισθε τούτων D.28.20
;ὄναιντο βίου Simon.128
; μή νυν ὀναίμην, ἀλλ'.. ὀλοίμην may I not see good, but die, S.OT 644 ; ὄναιο τοῦ γενναίου χάριν bless thee for thy noble spirit, Id.OC 1042.3 [tense] aor. part. ὀνήμενος, of those to whom (or of whom) one says ὄναιο (ὄναιτο), blessed,ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος Od.2.33
: for this sense of a part. cf. ἐπίτριπτος, οὐλόμενος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνίνημι
-
3 τεκταίνομαι
τεκταίνομαι ( τέκτων), aor. τεκτήνατο, -αιτο: build, Il. 5.62; met., contrive, devise, Il. 10.19. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τεκταίνομαι
-
4 τεχνάω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τεχνάω
-
5 τεχνάομαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τεχνάομαι
См. также в других словарях:
αϊτο- — πρώτο συνθετικό λέξεων, όπως αϊτομάννα, αϊτονύχι κ.λπ. Βλέπε στη σειρά αετο … Dictionary of Greek
αετόπουλο — και αετοπούλι και αϊτό , το 1. νεοσσός αετού 2. άλλη ονομ. τού σκυλόψαρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αετός + υποκορ. κατάλ. πουλο] … Dictionary of Greek
αητομάννα — αητονύχι, αητοφωλιά κ.λπ. αντί τών ορθών αϊτο , για τα οποία βλ. αετο … Dictionary of Greek
βυρσαίετος — βυρσαίετος, ο (Α) (περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος) ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»] … Dictionary of Greek
δαιταλεύς — ( έως), ο (Α) 1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας 2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι τού Προμηθέως, Αισχ.) 3. Δαιταλῆς τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε ευς που προήλθε από δαίς (… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κεφαλόπουλο — το μικρός κέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πουλο* (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»), πρβλ. αϊτό πουλο, ορνιθό πουλο] … Dictionary of Greek
κοκορόπουλο — το υποκορ. τού κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + πουλο (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός, πῶλος»), πρβλ. αϊτό πουλο, κοτό πουλο] … Dictionary of Greek
αετίσιος, -ια, -ιο — αυτός που ανήκει σε αετό ή μοιάζει με αϊτό: Τους έριξε μια ματιά αετίσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)