Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αιτο

См. также в других словарях:

  • αϊτο- — πρώτο συνθετικό λέξεων, όπως αϊτομάννα, αϊτονύχι κ.λπ. Βλέπε στη σειρά αετο …   Dictionary of Greek

  • αετόπουλο — και αετοπούλι και αϊτό , το 1. νεοσσός αετού 2. άλλη ονομ. τού σκυλόψαρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αετός + υποκορ. κατάλ. πουλο] …   Dictionary of Greek

  • αητομάννα — αητονύχι, αητοφωλιά κ.λπ. αντί τών ορθών αϊτο , για τα οποία βλ. αετο …   Dictionary of Greek

  • βυρσαίετος — βυρσαίετος, ο (Α) (περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος) ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»] …   Dictionary of Greek

  • δαιταλεύς — ( έως), ο (Α) 1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας 2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι τού Προμηθέως, Αισχ.) 3. Δαιταλῆς τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε ευς που προήλθε από δαίς (… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόπουλο — το μικρός κέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πουλο* (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»), πρβλ. αϊτό πουλο, ορνιθό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • κοκορόπουλο — το υποκορ. τού κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + πουλο (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός, πῶλος»), πρβλ. αϊτό πουλο, κοτό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • αετίσιος, -ια, -ιο — αυτός που ανήκει σε αετό ή μοιάζει με αϊτό: Τους έριξε μια ματιά αετίσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»