-
1 бесшумный
αθόρυβος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесшумный
-
2 patırtısız
αθόρυβος, ήσυχος, γαλήνιος -
3 бесшумный
-
4 тихий
-
5 беззвучный
беззвучныйприл ἀθόρυβος, ᾶηχος, σιωπηρός. -
6 бесшумный
бесшумныйприл ἀθόρυβος, σιωπηλός. -
7 неслышный
неслышны||йприл ἀθόρυβος:\неслышныйми шагами μέ ἀθόρυβα βήματα -
8 покойный
поко́йн||ый Iприл1. (тихий, спокойный) ήσυχος, ἀτάραχος, ἀθόρυβος, γαλήνιος·2. (удобный) ἀνετος, ἀναπαυτικός, βολικός:\покойныйое кресло ἡ ἀναπαυτική πολυθρόνα· ◊ \покойныйой ночи! καλή νύκτα!покойный II1. прил (умерший) μακαρίτης:мой \покойный дед ὁ μακαρίτης ὁ πάππους μου·2. м ὁ μακαρίτης. -
9 тихий
тих||ийприл1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:\тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:\тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):\тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:\тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·5. (медленный) ἀργός, βραδύς:\тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι. -
10 noiseless
adjective (without any sound: noiseless footsteps.) αθόρυβος -
11 silent
[-t]1) (free from noise: The house was empty and silent.) σιωπηλός2) (not speaking: He was silent on that subject.) σιωπηλός,αμίλητος3) (not making any noise: This lift is quite silent.) αθόρυβος -
12 soundless
adjective αθόρυβος -
13 бесшумный
[μπισσούμνυΐ] επ. αθόρυβος -
14 неслышный
[νισλύσνυΐ] εχ. αθόρυβος -
15 бесшумный
[μπισσούμνυϊ] επ αθόρυβος -
16 неслышный
[νισλύσνυϊ] εχ. αθόρυβος -
17 бесшумный
επ. βρ: -мен, -мна, -мноαθόρυβος, ήσυχος -
18 неслышный
επ.ανεπαίσθητος στην ακοή• σιγανότατος, αθόρυβος•-ыми шагами με αθόρυβα βήματα.
-
19 тихий
επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.1. σιγανός, -λός, σιγηλός•-ая песня σιγανό τραγούδι•
тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•
тихий стук σιγανό χτύπημα•
тихий голос σιγανή φωνή.
2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•-ая ночь ήσυχη νύχτα•
-ая река ήσυχο ποτάμι.
3. μτφ. φρόνιμος•тихий человек ήσυχος άνθρωπος.
4. σιωπηρός, αμίλητος.5. γαλήνιος, -μένος•море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.
6. αργός, βραδύς•тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.
εκφρ.- ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση. -
20 silencieux
1) σιγαστήρας2) αθόρυβος3) αμίλητος
См. также в других словарях:
ἀθόρυβος — without uproar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθόρυβος — η, ο (Α ἀθόρυβος, ον) [θόρυβος] αυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχος νεοελλ. αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται … Dictionary of Greek
αθόρυβος, -η — ο αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο, ήσυχος: Ο ανεμιστήρας ήταν πραγματικά αθόρυβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθορύβως — ἀθόρυβος without uproar adverbial ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόρυβον — ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc sg ἀθόρυβος without uproar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορυβώτερα — ἀθόρυβος without uproar neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβου — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβους — ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβων — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβῳ — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόρυβοι — ἀθόρυβος without uproar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)