-
1 дружный
дружный φιλικός, αγαπημένος ομόφωνος, ομόθυμος (единодушный) мы очень дружны είμαστε πολύ φίλοι* * *φιλικός, αγαπημένος; ομόφωνος, ομόθυμος ( единодушный)мы о́чень дружны́ — είμαστε πολύ φίλοι
-
2 любимый
-
3 родимый
роди́м||ыйприл разг1. (свой, родной) ἀγαπημένος, λατρευτός·2. (в обращении) χρυσός, ἀγαπημένος· ◊ \родимыйое пятно а) ἡ ἐληά, б) перен ἡ ἐπιβίωση[-ις]. -
4 любезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно1. φιλόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος• κοπλιμεντόζικος•-ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά•
любезный поклон φιλόφρονη υπόκλιση•
любезный жест φιλόφρονη χειρονομία.
2. αγαπητός• αγαπημένος•любезный читатель! αγαπητέ αναγνώστη!•
любезный сын мой αγαπημένο μου παιδί•
слушай, любезный άκουσε, αγαπητέ•
-ые слова φιλοφρονητικά λόγια.
3. παλ. ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η.εκφρ.будь -зен; будьте -зны – ευαρεστήσου ευαρεστηθήτε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση. -
5 возлюбленнаяый
возлюбленная||ыйм ὁ ἀγαπημένος, ὁ ἀγαπητικός, ὁ ἐρωμένος. -
6 дружный
дру́жн||ыйприл1. ἀγαπημένος, ἐνωμένος, συσπειρωμένος:\дружныйая семья ἀγαπημένη οίκογένεια· мы с иим \дружныйы είμαστε πολύ φίλοι·2. (согласованный, одновременный) ὁμόθυμος, ὀμόψυ-χος, ὀμόφωνος, ταυτόχρονος / γενικός, σύσσωμος (всеобщий):\дружныйые усилия οἱ κοινές προσπάθειες· \дружныйый отпо́р ἡ ὁμόθυμη ἀντίσταση· \дружныйый смех τό Ομαδικό γέλιο. -
7 излюбленный
излюбленн||ыйприл ἀγαπημένος, ἀγαπητός, ὁ συνηθισμένος:\излюбленныйое место τό ἀγαπημένο μέρος· \излюбленный прием τό ἀγαπημένο τέχνασμα -
8 любимец
люби́м||ецм ὁ ἀγαπημένος, ὁ εὐνοούμενος, ὁ ἀγαπητός, τό Ινδαλμα. -
9 любимчик
люби́м||чикм ὁ εὐνοούμενος, ὁ ἀγαπητός, ὁ ἀγαπημένος, ὁ παραχαϊδεμένος. -
10 любимый
люби́м||ый1. прич.от любить·2. прил ἀγαπητός, πολυαγάπη-τος, προσφιλής·3. прил (излюбленный) ἀγαπημένος. -
11 милый
ми́л||ый1. прил χαριτωμένος, ἀγαπητός / εὐγενικός (любезный)! εὐχάριστος (приятный):\милый друг ὁ ἀγαπητός φίλος· \милыйая улыбка τό χαριτωμένο χαμόγελο·2. прил (дорогой, любимый) ἀγαπητός·3. м (возлюбленный) ὁ κάλος, ὁ ἀγαπημένος. -
12 родной
родн||ой1. прил συγγενής:\родной отец ὁ πατέρας· \родной брат ὁ ἀδελφός· \родной дядя ὁ θείος·2. прил (свой, близкий, отечественный):\родной город ἡ γενέτειρα (πόλη)· \родной край, \роднойа́я сторона́ ἡ πατρίδα· \родной я\роднойык ἡ μητρική γλώσσα· \родной дом τό πατρικό σπίτι·3. прил (дорогой, милый \родной в обращении) ἀγαπημένος, χρυσός·4. \роднойые мн. (родственники) οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι, οἱ δικοί μου:\роднойые и друзья οἱ συγγενείς καί φίλοι· это один из моих \роднойых εἶναι Ενας ἀπό τους δικούς μου, εἶναι ἔνας συγγενής μου· гостить у \роднойых μένω φιλοξενούμενος στους συγγενείς μου. -
13 излюбленный
[ιζλγιούμπλιννυϊ] εκ. αγαπημένος -
14 любимец
[λγιουμπίμιτς] ουσ. α. αγαπημένος -
15 родимый
[ραντίμυΐ] επ. αγαπημένος -
16 излюбленный
[ιζλγιούμπλιννυϊ] επ αγαπημένος -
17 любимец
[λγιουμπίμιτς] ουσ α αγαπημένος -
18 родимый
[ραντίμυϊ] επ αγαπημένος -
19 дружный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. μονοιασμένος, ενωμένος, συσπειρωμένος, αγαπημένος•-ая семья μονοιασμένη οικογένεια.
|| ως κατηγ. είμαι φίλος•я с ним -жен εγώ μ' αυτόν είμαστε φίλοι.
2. ομαδικός, σύσσωμος, αθρόος• συλλογικός•дружный смех ομαδικό φιλικό γέλιο•
-ые аплодисменты ζωηρά φιλικά χειροκροτήματα•
-ая работа εργασία συλλογική (με σύμπνοια).
|| γρήγορος, γοργός, ταχύς. -
20 излюбленный
επ., από μτχ. αγαπητός, αγαπημένος, εκλεκτός, προτιμούμενος•излюбленный прим το αγαπημένο τέχνασμα (κόλπο)•
излюбленный место для прогулки το αγαπημένο μέρος για περίπατο. -ое занятие αγαπημένη απασχόληση..
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγαπημένος — η, ο [αγαπώ] 1. προσφιλής, συμπαθής, αγαπητός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αγαπημένος, η αγαπημένη το αγαπημένο πρόσωπο από ερωτική άποψη 3. επίρρ. αγαπημένα ειρηνικά, με ομόνοια, με αγάπη … Dictionary of Greek
ἀγαπημένος — ἀ̱γαπημένος , ἀγαπάω greet with affection perf part mp masc nom sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άδωνις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος με παροιμιώδη ομορφιά, που μπήκε στη μυθολογία, την ποίηση και τη θρησκεία των αρχαίων από την Εγγύς Ανατολή, ίσως από την Κύπρο όπου κυρίως τοποθετούνται οι περιπέτειές του. Στον κόσμο των Σημιτών o μύθος και η λατρεία … Dictionary of Greek
Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… … Dictionary of Greek
αγαπητός — (agapetes).Γένος θάμνων των Ιμαλαΐων και της Αυστραλίας. Ανήκει στην οικογένεια των ερεικιδών. Τα είδη του γένους αυτού ευδοκιμούν κυρίως σε δασικές εκτάσεις με πλούσιο χούμο, σε υψόμετρο 1.000 έως 2.000 μ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά με μικρό… … Dictionary of Greek
αγαπώς — και ός, ο, ώ, η αγαπημένος, εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος δημιουργήθηκε από ιδιάζουσα σύνταξη τού ρ. αγαπώ με την αιτ. τού άρθρου που είχε αναφορική σημασία. Η σύνταξη αυτή απαντά ήδη από τον 15ο αιώνα σε δημοτικά τραγούδια, π. χ. «τον αγαπώ (= αυτόν … Dictionary of Greek
αδελφιδός — ἀδελφιδός, ο (Α) αγαπημένος, προσφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ιδός*] … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
γιαβρής — ο και γιαβρί, το 1. (κυρίως) νεογνό ζώου ή πτηνού 2. (μτφ. για ανθρώπους) αγαπημένος, τρυφερός 3. φρ. «γιαβρούμ!» (ως προσφώνηση στοργής) γιαβρί μου, αγάπη μου, μωρό μου!. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yavru] … Dictionary of Greek
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
δαιμονοφιλής — δαιμονοφιλής, ές (Μ) ο αγαπημένος τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + φιλής < φίλος «αγαπητός»] … Dictionary of Greek