-
1 дружный
дружный φιλικός, αγαπημένος ομόφωνος, ομόθυμος (единодушный) мы очень дружны είμαστε πολύ φίλοι* * *φιλικός, αγαπημένος; ομόφωνος, ομόθυμος ( единодушный)мы о́чень дружны́ — είμαστε πολύ φίλοι
-
2 единодушный
-
3 дружный
дру́жн||ыйприл1. ἀγαπημένος, ἐνωμένος, συσπειρωμένος:\дружныйая семья ἀγαπημένη οίκογένεια· мы с иим \дружныйы είμαστε πολύ φίλοι·2. (согласованный, одновременный) ὁμόθυμος, ὀμόψυ-χος, ὀμόφωνος, ταυτόχρονος / γενικός, σύσσωμος (всеобщий):\дружныйые усилия οἱ κοινές προσπάθειες· \дружныйый отпо́р ἡ ὁμόθυμη ἀντίσταση· \дружныйый смех τό Ομαδικό γέλιο. -
4 единогласный
единоглас||ныйприл ὁμόφωνος, ὁμόθυμος. -
5 единодушный
единоду́ш||ныйприл ὁμόθυμος. -
6 единогласный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноομόφωνος, ομόθυμος•-ое мнение ομόφωνη γνώμη.
-
7 единодушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шноομόθυμος, ομόφωνος•-ое решение ομόφωνη απόφαση.
См. также в других словарях:
ομόθυμος — η, ο (Α ὁμόθυμος, ον) ομόγνωμος, ομόφρων νεοελλ. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων. επίρρ... ομοθύμως και ομόθυμα (Α ὁμοθύμως) με ομοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θυμός (πρβλ. κακό θυμος)] … Dictionary of Greek
ομόθυμος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται με τη σύμφωνη θέληση και συγκατάθεση όλων: Ομόθυμη απαίτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοθυμία — η [ομόθυμος] ομοψυχία, ομογνωμοσύνη … Dictionary of Greek
ομοθυμαδόν — (ΑΜ ὁμοθυμαδόν) επίρρ. 1. με ομοψυχία, με ομοφροσύνη, με μια καρδιά («ἀπεκρίθη δὲ πᾱς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδόν», ΠΔ) 2. μαζί με άλλους πολλούς μσν. κατά την ίδια χρονική στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμόθυμος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] … Dictionary of Greek
ομοθυμώ — ὁμοθυμῶ, έω (Α) [ομόθυμος] έχω τις ίδιες σκέψεις ή τα ίδια φρονήματα με κάποιον άλλο, έχω ομοψυχία … Dictionary of Greek
ομόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁμόψυχος, ον) αυτός που έχει τα ίδια συναισθήματα, ομόθυμος αρχ. προικισμένος με την ίδια ψυχή. επίρρ... ομοψύχως και ομόψυχα (Α ὁμοψύχως) με μία ψυχή, με μία γνώμη, με ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ισό ψυχος … Dictionary of Greek
ταυτόθυμος — ον, Μ ομόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) ταυτ(ο) * + θυμος (< θυμός), πρβλ. μακρό θυμος] … Dictionary of Greek
Μηνιάτης, Ηλίας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1669 – Πάτρα 1714). Εκκλησιαστικός ρήτορας. Γιος ιερατικής οικογένειας, ο Μ. διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του Φραγκίσκο, πρωτοπαπά στο Ληξούρι. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Φλαγγινιανό γυμνάσιο της Βενετίας… … Dictionary of Greek
Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την … Dictionary of Greek