Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άσκοπος

См. также в других словарях:

  • ἄσκοπος — 1 inconsiderate masc/fem nom sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσκοπος — (I) η, ο (AM ἄσκοπος, ον) [σκοπώ ( έω)] 1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος 2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος αρχ. 1. ο αθέατος, ο αόρατος 2. ο απροσδόκητος 3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί. (II) ἄσκοπος, ον (Α) [σκοπός]… …   Dictionary of Greek

  • άσκοπος — η, ο επίρρ. α 1. άσκεφτος, αστόχαστος, απρονόητος: Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος (παροιμ. φράση). 2. αυτός που δεν πετυχαίνει το σκοπό του, μάταιος, χωρίς αποτέλεσμα: Έκαμε ένα σωρό άσκοπες δαπάνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσκόπως — ἄσκοπος 1 inconsiderate adverbial ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem acc pl (doric) ἄσκοπος 2 aimless adverbial ἄσκοπος 2 aimless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσκοπον — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem acc sg ἄσκοπος 1 inconsiderate neut nom/voc/acc sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem acc sg ἄσκοπος 2 aimless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκόποις — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat pl ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκόποισιν — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκόπου — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut gen sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκόπων — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut gen pl ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκόπῳ — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσκοπα — ἄσκοπος 1 inconsiderate neut nom/voc/acc pl ἄσκοπος 2 aimless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»