-
21 беспутный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάσκοπος, άσκεπτος.и παραστρατημένος, έκλυτος, ανήθικος•-ая женщина παραστρατημένη γυναίκα.
-
22 бесцельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;άσκοπος, ανώφελος•-ое путешествие άοκοπο ταξίδι.
-
23 зряшный
επ. (απλ.) μαΓαιος, άσκοπος, χαμένος. -
24 напрасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. μάταιος, ανώφελος, άκαρπος χαμένος•-ые старания μάταιες προσπάθειες•
напрасный труд χαμένος κόπος•
-ая надежда χαμένη ελπίδα.
2. άσκοπος αδικαιολόγητος•-ая тревога αδικαιολόγητος φόβος•
-ых слз не лей μην κλαις αδικαιολόγητα, μην κλαις άδαρτος.
|| άδικος•-ое обвинение άδικη κατηγορία•
-ые нарекания άδικες επικρίσεις.
-
25 неоправданный
επ.αδικαιολόγητος, αβάσιμος•неоправданный вывод αστήρικτο συμπέρασμα•
-ое об-винние αβάσιμη κατηγορία.
|| άσκοπος•-ые расходы (затраты) αδικαιολόγητα έξοδα.
-
26 нерациональный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; μη ορθολογικός• παράλογος, άσκοπος•-ое расходование άσκοπη δαπάνη.
-
27 нецелесообразный
επ., βρ: -зен, -зна, -о; άσκοπος, μάταιος•-ая работа χαμένη δουλειά•
-ая урата времени σπατάλη χρόνου.
-
28 суетный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. (γραπ. λόγος)• μάταιος, άσκοπος, κενός• φρούδος.2. ανήσυχος, όλος φροντίδες, σκοτούρες, έγνοιες. -
29 тщетный
επ. βρ: -тен, -тна, -оμάταιος, άσκοπος•-ые усилия μάταιες προσπάθειες•
-ая попытка μάταια απόπειρα (προσπάθεια)•
-ые надежды μάταιες ελπίδες.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄσκοπος — 1 inconsiderate masc/fem nom sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσκοπος — (I) η, ο (AM ἄσκοπος, ον) [σκοπώ ( έω)] 1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος 2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος αρχ. 1. ο αθέατος, ο αόρατος 2. ο απροσδόκητος 3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί. (II) ἄσκοπος, ον (Α) [σκοπός]… … Dictionary of Greek
άσκοπος — η, ο επίρρ. α 1. άσκεφτος, αστόχαστος, απρονόητος: Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος (παροιμ. φράση). 2. αυτός που δεν πετυχαίνει το σκοπό του, μάταιος, χωρίς αποτέλεσμα: Έκαμε ένα σωρό άσκοπες δαπάνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκόπως — ἄσκοπος 1 inconsiderate adverbial ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem acc pl (doric) ἄσκοπος 2 aimless adverbial ἄσκοπος 2 aimless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκοπον — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem acc sg ἄσκοπος 1 inconsiderate neut nom/voc/acc sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem acc sg ἄσκοπος 2 aimless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόποις — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat pl ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόποισιν — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόπου — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut gen sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόπων — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut gen pl ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόπῳ — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκοπα — ἄσκοπος 1 inconsiderate neut nom/voc/acc pl ἄσκοπος 2 aimless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)