-
1 ανθος
I- εος τό1) росток, былинка(ἄνθεα ποίης Hom.)
2) цветок(ὑακίνθινον ἄ. Hom.; ἄνθεα εἰαρινά Hes.; ἄνθη καὴ καρποί Plat.)
3) цветение, расцвет; цветущий вид, свежесть(ἥβης Hom.; κουρήϊον HH.; ὥρας Xen.; σώματος Plat.)
4) цвет, отборная часть, краса(Περσίδος αἴας Aesch.; Ἑλλάδος Eur.)
τὸ σὸν ἄ. Aesch. — предмет твоей гордости, твое лучшее достижение5) цвет, (о)краска(πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένος Plat.; ἄνθη λαμπρότερα Arst.)
6) блеск, яркость, сверкание(χαλκοῦ Arst.; πυρός Plut.; ἁλὸς ἄνθεα Anth.)
7) высшая степень, верх(ἔρωτος Aesch.; μανίας Soph.)
II -
2 άνθος
(-ους) τό1) цветок;άνθος του αγρού — полевой цветок;
άνθος της φλαμουριάς — липовый цвет;
φυτεύω (καλλιεργώ) άνθη сажать (выращивать) цветы;2) перен. цвет, лучшая часть;άνθος της κοινωνίας — сливки общества;
§ άνθος χαλκού, σιδήρου — шлак;
άνθη της νεότητας — юношеские прыщи;
] στο άνθος της ηλικίας — во цвете лет
-
3 ἄνθος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄνθος
-
4 άνθος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άνθος
-
5 ἄνθος
цветение, цвет, цветок.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνθος
-
6 ἄνθος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνθος
-
7 ἄνθος
-
8 ανθ-
-
9 ανθειον
-
10 ανθεμις
-
11 ανθεμον
-
12 ανθη
-
13 αδρεπτος
2несрываемый -
14 ακηλητος
21) неподвластный чарам(νόος Hom.)
2) не очарованный, не завороженный Plat.3) неукротимый, неумолимый(ἀ. καὴ ἀπηνής Theocr.)
ἀκήλητον μανίας ἄνθος Soph. — неисцелимое безумие -
15 ακηρασιος
-
16 αμερδω
1) отнимать, лишать(τινά τι HH. и τινά τινος Hes., Pind.)
ὀφθαλμῶν ἀμέρσαι Hom. — лишить зрения;ἀμέρσασθαι λαμπάδος φέγγος Anth. — погасить светильник2) обездоливать, ограблять(τινά Hom.)
3) поражать, ослеплять(ὄσσε Hom.)
4) лишать блеска, делать тусклым, покрывать копотью(ἔντεα ἀκηδέα Hom.)
5) срывать(ἄνθος Anth.)
6) похищать(βίον Eur.)
-
17 αναδεω
поэт. тж. ἀνδέω1) тж. med. повязывать(τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι Her.)
2) обвивать, украшать(κόμας δάφνᾳ Pind.; χρυσῷ στεφάνῳ Thuc.: λόγχην ταινίαις καὴ στεφανώμασι Plut.)
3) вплетать(ἄνθος ἐπὴ κροτάφοις Anth.)
4) увенчивать(τοὺς νικῶντας Arph.)
; перен. награждать(τροφῇ τε καὴ τοῖς ἄλλοις Plat.)
5) короновать(τινα Plut.)
6) med. подвязывать, завязывать себе(κρώβυλον τῶν τριχῶν Thuc.)
7) привязывать(τι πρός τι Plut.)
τὰς νεὰς ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — они взяли на буксир и потащили суда;ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος Plut. — ставить что-л. в связь с чем-л.8) перен. связывать (родством), соединятьἀναδῆσαι ἑαυτὸν ἔς τινα Her. — вести свою родословную от кого-л.
-
18 αποκειρω
1) тж. med. стричь, обстригать(τὰς κεφαλάς Her.; ἀποκαρέντα πρόβατα Diod.)
2) тж. med. состригать, срезывать(χαίτην Hom.; τὰς κόμας Plat.; τὸν πώγωνα Luc.)
3) перен. стричь, обирать4) уничтожать, истреблять(ἄνδρας Aesch.; ἀποκείρεται ἄνθος πόλεως Eur.)
5) рассекать, разрезать(φλέβα Hom. - in tmesi)
-
19 απολειπω
1) оставлять нетронутым(σάρκας Hom.)
ἀπολείπεται λέγειν Diog.L. — остается сказать2) тж. med. оставлять после себя(πυραμίδα Her.)
3) оставлять, покидать, бросать(δόμον Hom.; ξυμμαχίαν Thuc.; ἄνδρα Dem., Plut.)
ὅθεν ἀπέλιπες ἀποκρίνου Plat. — продолжай отвечать с того места, на котором ты остановился4) расставаться (с чем-л.), терять(ψυχάν Pind.; βίον Soph.; νέαν ἁμέραν Eur.)
; pass. не иметь, быть лишенным(τινος Soph., Plat.)
τῶν πρὴν ἀπολειφθεὴς φρενῶν Eur. — впавший в безумие;μεγάλης ἡδονῆς ἀπολελεῖφθαι Plut. — лишиться большого удовольствия5) оставлять в стороне, обходить молчанием(συχνά Plat.)
ἀπολειφθῆναί τινος Dem. — быть в неведении относительно чего-л.6) тж. med. оставлять позади, обгонять(τινα Lys., Xen.)
ἀ. τινὰ περί τι Isocr. — превосходить кого-л. в чем-л.;pass. — уступать (ἔν τινι Isocr.) и отставать Xen., Plat.πολὺ ἀπολείπεσθαι τῆς ἀληθείας Her., Polyb.; — быть далеким от истины7) отстоять, не достигатьἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀ. τρεῖς δακτύλους Her. — быть размером в четыре пехия без трех дактилей;
βραχὺ ἀπέλιπον διακόσιοι γενέσθαι Thuc. — их было почти двести;ἐφέπεσθαι ἀπολιπόντες ὡς πλέθρον Xen. — следовать на дистанции приблизительно в плетр;ἥ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plut. — город чуть не обезлюдел;ἀπολείπεσθαι καιροῦ Isocr., Dem.; — упускать благоприятный момент8) уходить, удаляться(ἐκ τῶν Συρακουσῶν Thuc.)
9) уменьшаться, убывать(ὅ Νεῖλος ἀπολείπει Her.; ἥ σελήνη ἀπολείπει Arst.)
καρπὸς οὐκ ἀπολείπει Hom. — плоды не переводятся10) увядать(ἄνθος ἀπολείπει Xen.)
11) падать духом(ἀθύμως ἔχειν καὴ ἀ. Xen.)
-
20 αφαρπαζω
1) срывать, сдергивать(κόρυθα κρατός Hom.; ἄνθος Soph.; τὸν στέφανον Dem.; τέν χλαμύδα Plut.)
2) сдирать(φλοῖον τοῦ ξύλου Xen.)
3) хватать, похищать(τοὺς φθοῖς ἀπὸ τῆς τραπέζης Arph.; τὰ φορτία Plut.)
4) убирать прочь, уносить(οἰνηρὰ τεύχη Eur.)
См. также в других словарях:
άνθος — άνθος, το και άνθι, το και ανθός, ο και αθός, ο 1. το μέρος του φυτού στο οποίο υπάρχουν τα όργανα της αναπαραγωγής, το λουλούδι: Η λεμονιά είναι γεμάτη άνθη. 2. το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο: Στη Σικελία χάθηκε το άνθος του αθηναϊκού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄνθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθος — blossom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
Άνθος Χαρίτων — Τίτλος ανθολογίας του 16ου αι. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1546. Είναι γραμμένη στη δημοτική γλώσσα και αποτελείται από 35 κεφάλαια. Περιέχει αποφθέγματα διαφόρων συγγραφέων, οι οποίοι συχνά αναφέρονται με παραποιημένα τα ονόματά… … Dictionary of Greek
ἄνθει — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄνθεϊ , ἄνθος blossom neut dat sg (epic ionic) ἄνθος blossom neut dat sg ἄ̱νθει , ἀνθέω blossom imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀνθέω blossom pres imperat act 2nd sg (attic epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθεα — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθεος — ἄνθος blossom neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθεσι — ἄνθος blossom neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθεσιν — ἄνθος blossom neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)