Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(χαίτην

См. также в других словарях:

  • χαίτην — χάω pres opt act 3rd dual χαίτη loose fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • JUBA — Hebr. raama, Hiobi c. 39. v. 22. eiusque densitas inter equi generosi notas. vel, ut Varro habet de Re Rust. l. 2. c. 7. non angusta, crebra, fusca, subcrispa, subtenuibus setis implicata in dexteriorem partem. Et ex illo Virg. Georg. l. 3. v. 86 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • πέκω — και πείκω Α 1. κουρεύω ζώο 2. (μέσ. και παθ.) πέκομαι και πείκομαι κουρεύομαι 3. φρ. «χαίτην πέκομαι» χτενίζω την κόμη (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέκω (και πείκω με έκταση για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pek t «μαδώ, τραβώ μαλλιά» και… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοχαίτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ πλαγίαν χαίτην ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + χαίτη (πρβλ. ορθο χαίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • τηλεθάω — Α 1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ. β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ. γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῑδας...τηλεθάοντας», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • χαίτη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαίτα Α 1. μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα τού αλόγου, τού λιονταριού και άλλων ζώων (α. «άλογο με κουρεμένη χαίτη» β. «ὅσα χαίτην ἔχει, ὥσπερ λέων», Αριστοτ.) 2. μακριά λυμένα μαλλιά που πέφτουν στους ώμους αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»