Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Σκειρων

См. также в других словарях:

  • Σκείρων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκείρων — ωνος, ο, ΝΑ βλ. Σκίρων …   Dictionary of Greek

  • Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας …   Dictionary of Greek

  • Σκείρωνα — Σκείρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκείρωνες — Σκείρων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκείρωνι — Σκείρων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκείρωνος — Σκείρων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СКИРОН —    • Sciron,          Σκίρων, Σκείρων,        1. см. Theseus, Тесей;        2. сын Пила (Πύλας), правнук Лелега, супруг дочери Пандиона, вследствие чего он оспаривал владычество над Мегарой у сына Пандиона, Ниса. Эак, как посредник, присудил Нису …   Реальный словарь классических древностей

  • Скирон — Тесей, убивающий Скирона, V в до н. э. Скирон (др. греч …   Википедия

  • Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …   Dictionary of Greek

  • καράγιαλης — ο δημώδης ονομασία τού βορειοδυτικού ανέμου, μαϊστροτραμουντάνα, ο σκείρων τών αρχαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara yel «μαύρος άνεμος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»