-
1 Σκείρων
Σκείρωνmasc nom /voc sg -
2 Σκείρωνα
Σκείρωνmasc acc sg -
3 Σκείρωνες
Σκείρωνmasc nom /voc pl -
4 Σκείρωνι
Σκείρωνmasc dat sg -
5 Σκείρωνος
Σκείρωνmasc gen sg -
6 σκειρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκειρός
См. также в других словарях:
Σκείρων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκείρων — ωνος, ο, ΝΑ βλ. Σκίρων … Dictionary of Greek
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
Σκείρωνα — Σκείρων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκείρωνες — Σκείρων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκείρωνι — Σκείρων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκείρωνος — Σκείρων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СКИРОН — • Sciron, Σκίρων, Σκείρων, 1. см. Theseus, Тесей; 2. сын Пила (Πύλας), правнук Лелега, супруг дочери Пандиона, вследствие чего он оспаривал владычество над Мегарой у сына Пандиона, Ниса. Эак, как посредник, присудил Нису … Реальный словарь классических древностей
Скирон — Тесей, убивающий Скирона, V в до н. э. Скирон (др. греч … Википедия
Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… … Dictionary of Greek
καράγιαλης — ο δημώδης ονομασία τού βορειοδυτικού ανέμου, μαϊστροτραμουντάνα, ο σκείρων τών αρχαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara yel «μαύρος άνεμος»] … Dictionary of Greek