Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλησμονή

См. также в других словарях:

  • πλησμονῇ — πλησμονή a being filled fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονή — a being filled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονή — η, ΝΜΑ 1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα 2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά») αρχ. τέλεια πλήρωση, γέμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ τού πίμ πλ ημι* (πρβλ. αόρ. ἔ… …   Dictionary of Greek

  • πλησμονή — η 1. πλήθος, αφθονία. 2. κορεσμός, χορτασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησμοναῖς — πλησμονή a being filled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμοναί — πλησμονή a being filled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονᾶς — πλησμονή a being filled fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῆς — πλησμονή a being filled fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῇσι — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῇσιν — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονήν — πλησμονή a being filled fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»