Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Μικρὰ

См. также в других словарях:

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • μικρᾷ — μῑκρᾷ , μικρός small fem dat sg (attic doric aeolic) μῑκρᾷ , σμικρός small fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρά — μῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μῑκρά , σμικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , σμικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μικρά Γότιστα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 93 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 33 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εγνατίας …   Dictionary of Greek

  • Ιλιάς, Μικρά — Ποίημα του επικού κύκλου, το οποίο αποδίδεται στον Λέσχη τον Μυτιληναίο, ποιητή του 7ου αι. π.Χ. Το ποίημα περιλάμβανε τέσσερα βιβλία, τα οποία είναι κυρίως γνωστά από μια ανάλυσή τους από τον Πρόκλο. Το περιεχόμενο της Μ.Ι. αναφέρεται στις… …   Dictionary of Greek

  • παρκέ — Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και …   Dictionary of Greek

  • αιμοπετάλια — Μικρά απύρηνα κύτταρα, άχρωμα, στρογγυλά ή με σχήμα αμφίκυρτου δίσκου ή ατράκτου. Ο αριθμός τους είναι 250.000/mm3 αίματος ενώ η διάμετρός τους φτάνει έως τα 3 μικρά. Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο φαίνεται ότι αποτελούνται από δύο τμήματα: το… …   Dictionary of Greek

  • Αντιδραγονέρα — Μικρά ακατοίκητα νησιά, που βρίσκονται σε διάφορες περιοχές των ελληνικών θαλασσών. Το κυριότερο βρίσκεται κοντά και ανατολικά των Κυθήρων …   Dictionary of Greek

  • Ζαχάρωφ, Βασίλειος — (Μικρά Ασία 1849 – Μόντε Κάρλο 1936). Έλληνας επιχειρηματίας. Έδρασε κυρίως στην Ευρώπη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο όπλων και πετρελαίου. Ήρθε νέος στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, αρχικά ως διερμηνέας και… …   Dictionary of Greek

  • Θεωρεία — Μικρά διαμερίσματα, τοποθετημένα στους τρεις τοίχους των αιθουσών ενός θεάτρου, από τα οποία ένας αριθμός θεατών μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση. Έχουν σχήμα κουτιού με την εξωτερική πλευρά ανοιχτή, προστατευμένη από χαμηλό θωράκιο, και… …   Dictionary of Greek

  • Λιχάδες — Μικρά νησιά στα ΒΔ της Εύβοιας, που έλαβαν την ονομασία τους από τον μυθικό Λίχα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»