-
1 Малая Азия
-
2 сызмала
(сызмалу) επίρ.(απλ.) από τα μικρά μικρά χρόνια, από μικρά παιδιά. -
3 малый
малый 1) μικρός 2) тк. кратк. ф.: туфли мне малы τα παπούτσια μου είναι μικρά* * *1) μικρός2) т.к. кратк. ф.ту́фли мне малы́ — τα παπούτσια μου είναι μικρά
-
4 скот
скот м τα κτήνη, τα ζώα·крупный (мелкий) рогатый \скот τα μεγάλα (μικρά) κερασφόρα ζώα* * *мτα κτήνη, τα ζώαкру́пный (ме́лкий) рога́тый скот — τα μεγάλα (μικρά) κερασφόρα ζώα
-
5 тесный
тесный στενός, στενόχωρος; \тесныйая обувь τα στενά (или μικρά) παπούτσια* * *στενός, στενόχωροςте́сная о́бувь — τα στενά ( или μικρά) παπούτσια
-
6 юный
юный νεαρός, νέος; с юных лет απ'τα μικρά χρόνια* * *νεαρός, νέοςс ю́ных лет — απ'τα μικρά χρόνια
-
7 поделки
поделкимн. τά μικρά πράγματα,τά μικρά ἀντικείμενα:\поделки из слоновой ко́сти ἀντικείμενα ἀπό ἐλεφαντόδοντα (ἀπό ἐλεφαν-τοκόκκαλο)· \поделки из дерева ἀντικείμενα ἀπό ξύλο. -
8 малый
малый 1επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•-ая медведица η μικρή Αρκτος.
|| λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.
|| άσημος, απλός, αφανής•мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.
|| στενός•-ые сапоги μικρές μπότες.
ουσ. το λίγο•довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.
2. ανήλικος.εκφρ.с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•- ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).малый 2επ.1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•умный ξεφτεράκι.
3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι. -
9 мелкий
επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•мелкий песок ψιλός άμμος•
мелкий дождь ψιλή βροχή•
мелкий снег κοκκορόχιονο;
μικρός, ολιγάριθμος•-ие группы μικρές ομάδες.
2. μικρού μεγέθους•-ая рыба μικρό ψάρι•
-ие орехи μικρά καρύδια•
-ие кусочки μικρά κομματάκια•
-ие морщины μικρές ρυτίδες•
мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•
-ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•
мелкий мещанин μικροαστός•
мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•
-ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•
мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий
мелкий торговля το μικρεμπόριο.3. αβαθής, ρηχός•-ая река άβαθο ποτάμι•
-ая тарелка ρηχό πιάτο.
εκφρ.- ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•- ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο. -
10 мелкозубый
επ., βρ: -зуб, -а, -оμικρόδοντος•-ая рыба ψάρι με μικρά δόντια•
-ая пила πριόνι με μικρά δόντια.
-
11 мелкота
-ы θ.1. μικρότητα, λεπτότητα•мелкота букв το μικρό σχήμα των γραμμάτων.
2. μτφ. μηδαμινότητα, ευτέλεια. || αθρσ. τα μικρά, οι μικροί•все взрослые на работе, дома осталось только мелкота όλοι οι μεγάλοι στη δουλειά, στο σπίτι έμειναν μόνο τα μικρά.
-
12 мелочь
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, λιανικά•всякая мелочь παντοειδή μικροπράγματα.
|| (για αντικείμενα ή ζώα) αθρσ. τα μικρά. || τα μικρά παιδιά. || μτφ. οι μικροί, οι κατώτεροι άνθρωποι (κοινωνικά ή υπηρεσιακά).2. αθρσ. τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα.3. πράγμα ασήμαντο, αναξιόλογο, τιποτένιο. || μικρολεπτομέρεια.εκφρ.α) λιανικώς• продавать по -ам – πουλώ λιανικώς•β) από λίγα, κατά μικρές ποσότητες• покупать по -ам – αγοράζω από λίγα πράγματα•размениваться по -ам ή на -и – ασχολούμαι (καταγίνομαι) με μικροπράγματα. -
13 мелюзга
-и θ. αθρσ. τα μικρά (για έμψυχα). || μικροπράγματα. || μικρά παιδιά παιδαρέλια, μαρίδα. || μτφ. οι κατώτεροι κοινών ικά άνθρωποι. -
14 дичь
1. (дикая птица) το θήραμα 2. (мелкие животные) τα θηράματα (πλ.), το κυνήγι, τα μικρά άγρια ζώα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дичь
-
15 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
16 затрата
1. (усилий и т.п.) η κατανάλωση 2. -ы мн. (расходы) τα έξοδ/α, οι δαπάνεςвид затрат είδος - ων, предел затрат όρια των - ωνмалые - μικρά -, ελάχιστα -- на установку (оборудования) - τοποθέ-τησης/εγκατάστασης/συναρμολόγησης των μηχανημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затрата
-
17 капитель
1. полигр. τα (πιό) μικρά κεφαλαία γράμματα 2. арх. το κιονόκρανο 3.стр. η κεφαλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > капитель
-
18 конфетти
(мн) το κονφετί, το κομφετί (ξεν.)τα μικρά στρογγιλά πολύχρωμα χαρτάκια από τη διατρητική μηχανή, ο χαρτοπόλεμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конфетти
-
19 парцелляция
(эк) о διαχωρισμός της γης σε μικρά οικόπεδα, ο αναδασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парцелляция
-
20 перетирать
1. (трением разделять, разрывать) κόβω (δια τριβής) 2. (измельчать, растирать трением) μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια διά τριβήςτρίβωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перетирать
См. также в других словарях:
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
μικρᾷ — μῑκρᾷ , μικρός small fem dat sg (attic doric aeolic) μῑκρᾷ , σμικρός small fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρά — μῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μῑκρά , σμικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , σμικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικρά Γότιστα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 93 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 33 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εγνατίας … Dictionary of Greek
Ιλιάς, Μικρά — Ποίημα του επικού κύκλου, το οποίο αποδίδεται στον Λέσχη τον Μυτιληναίο, ποιητή του 7ου αι. π.Χ. Το ποίημα περιλάμβανε τέσσερα βιβλία, τα οποία είναι κυρίως γνωστά από μια ανάλυσή τους από τον Πρόκλο. Το περιεχόμενο της Μ.Ι. αναφέρεται στις… … Dictionary of Greek
παρκέ — Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και … Dictionary of Greek
αιμοπετάλια — Μικρά απύρηνα κύτταρα, άχρωμα, στρογγυλά ή με σχήμα αμφίκυρτου δίσκου ή ατράκτου. Ο αριθμός τους είναι 250.000/mm3 αίματος ενώ η διάμετρός τους φτάνει έως τα 3 μικρά. Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο φαίνεται ότι αποτελούνται από δύο τμήματα: το… … Dictionary of Greek
Αντιδραγονέρα — Μικρά ακατοίκητα νησιά, που βρίσκονται σε διάφορες περιοχές των ελληνικών θαλασσών. Το κυριότερο βρίσκεται κοντά και ανατολικά των Κυθήρων … Dictionary of Greek
Ζαχάρωφ, Βασίλειος — (Μικρά Ασία 1849 – Μόντε Κάρλο 1936). Έλληνας επιχειρηματίας. Έδρασε κυρίως στην Ευρώπη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο όπλων και πετρελαίου. Ήρθε νέος στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, αρχικά ως διερμηνέας και… … Dictionary of Greek
Θεωρεία — Μικρά διαμερίσματα, τοποθετημένα στους τρεις τοίχους των αιθουσών ενός θεάτρου, από τα οποία ένας αριθμός θεατών μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση. Έχουν σχήμα κουτιού με την εξωτερική πλευρά ανοιχτή, προστατευμένη από χαμηλό θωράκιο, και… … Dictionary of Greek
Λιχάδες — Μικρά νησιά στα ΒΔ της Εύβοιας, που έλαβαν την ονομασία τους από τον μυθικό Λίχα (βλ. λ.) … Dictionary of Greek