-
1 ἔρνος
a garland pl.,κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.18
ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.29
( στεφάνων)τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.29
εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
]εὐανθέος ἔρνες[ Πα. 7B. 6.b met., offspringχρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.37
κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ ἔρνεϊ Τελεσιάδα I. 4.45
c met., shoot, nursling χαίρ' ὦ θεοδμάτα, λιπαροπλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος, πόντου θύγατερ ( Δᾶλε sc.) fr. 33c. 2. -
2 Λατώ
Λᾱτώ (Λατόος, Λατοῦς, Λατώ, Λατοῖ.) daughter of Koios, mother of Artemis and Apollo by Zeus. Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ Artemis O. 3.26 παῖς ὁ Λατοῦς Apollo O. 8.311χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.37
λιπαροπλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος (sc. Δᾶλε) fr. 33c. 2. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθενόῳ Pae. 5.44
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; fr. 89a. 2. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες Θρ. 3. 1. -
3 χαίρω
χαίρω (χαίρω, -ει; χαῖρ(ε), - ετ(ε); -ων, -οντα; -ειν: impf. (ἔ) χαιρον: aor. pass. pro act., χᾰρείς.)a be delighted, gladI abs.χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.46
add. part.χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.48
II c. dat., delight inοἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις O. 2.66
μιν αἰνέω χαίροντα τε ξενίαις πανδόκοις O. 4.15
νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι P. 7.18
ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.36
Πανελλάνεσσι δ' ἐριζόμενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.29
pass. in act. sense,εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς I. 6.10
b impv., in salutation, Hailχαῖρε· τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.67
ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.61
χαῖρε, φίλος· ἐγὼ τόδε τοι πέμπω N. 3.76
χαίρετ· ἐγὼ δὲ γαρύσομαι (addressed to the heroes Kastor and Iolaos, vv. 30—1) I. 1.32 χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα (sc. Δᾶλε) fr. 33c. 1.c frag. ]εντι χαιρ[ Δ. 4. c. 10. -
4 δηλέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `hurt, damage' (Il.).Other forms: Aor. δηλήσασθαι, δᾱλ- Theoc. 9, 36; 15, 48; El. κα-δαλέοιτο, κα-δαλέ̄μενοι ( κα-ζαλ-), perf. δεδήλημαιDerivatives: δήλημα `damage, destruction' (Od.; on the meaning Chantr. Form. 183), and δηλήμων `damaging, ruin' (Hom.); δήλησις `damage' (Ion., Thphr.); - δηλήεις `destructing' (Nic.), after nominal αἰγλήεις etc.; δηλητήριος `id.' (Teos Va u. a.), - ιον `poison' (Hp. Ep.); δηλητήρ only Hom. Epigr. 14, 8; δηλητηριώδης (Dav. Proll.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Schwyzer (720) took it as an iterative-intensive deverbative. With short α, φρενο-δᾰλής `destroying the mind' (A. Eu. 330 lyr.), δάλλει κακουργεῖ H., also παν-δάλητος `destroyed' (Hippon. 2); also, with unknown quantity, ἀδαλές ὑγιές, δάλαν λύμην, δαλῃ̃ κακουργῃ̃, δαλήσασθαι λυμήνασθαι, ἀδικῆσαι H. Doubtdul ζά-δηλος (Alc., s. v.). - As *`split' δηλέομαι was connected with δαιδάλλω, δέλτος as IE. * del- (and connected with Lat. doleō, dolor. This etymology assumes for δηλέομαι PGr. ē as lengthened grade of ĕ (beside zero grade in φρενο-δᾰλής etc.). Elean could have ᾱ from η. See DELG; hyperdorism is improbable. Wackernagel Glotta 14, 51f. held δᾱλ- for old. Conbined with the improbability of a long a in IE, the conclusion is that the verb is non-IE = Pre-Greek.Page in Frisk: 1,378Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δηλέομαι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский