-
1 Κωιος
-
2 Κώιος
-
3 Κῶιος
-
4 Κώϊος
-
5 Κώιος
Κῷοςof: masc nom sg -
6 Κῷος
II as Subst. Κῷος (sc. βόλος), ὁ, the highest throw with the ἀστράγαλοι, opp. Χῖος, Hsch.; τὰ κῷα are the inner, τὰ χῖα the outer, sides of the huckle-bones ([etym.] ἀστράγαλοι), Arist.HA 499b28 ( κῶλα and ἰσχία codd.), cf. Cael. 292a29 (v.l.). -
7 Κέως
Κέως, -ωGrammatical information: f.Meaning: `one of the Cyclads' (inscr., Str.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Solmsen Unt. 125 suggestion: from *κῆϜος `fire' (to καίω) is no doubt wrong, as it is a Pre-Greek name. Fick, Vogriech. Ortsnamen 59 compares Κέως Κήιος Κεῖος with Τέως Τήιος and Κόως Κῶιος and Cret. Λάτως Λάτιος and notes as older forms Κήως Τήως Κώως.Page in Frisk: 1,836Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Κέως
См. также в других словарях:
κώιος — κώϊος, ΐα, ϊον (Α) βλ. κώος … Dictionary of Greek
Κῶιος — Κῷος , Κῷος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώιος — Κῷος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώος — (I) α, ο (AM Κῶος ῴα ον, αρσ. και Κώϊος) [Κως] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα ο κάτοικος τής Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω αρχ. (ως προσηγορικό ουσ.) 1 … Dictionary of Greek